Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΠΙΘΑΝΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΙΑΣ ΚΑΤΟΧΗΣ


                     ΠΙΘΑΝΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΙΑΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

                         

 

Σαν προεόρτιο προσκύνημα στη θαυματουργή πολιούχο της Πόλης μας Αγία Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, θα παραθέσω μνήμες παλιές, που αφορούν και στο Ναό, που οι ευλαβείς Ρεθεμνιώτες προσκυνητές της χάρης  της Αγίας έχουν αφιερώσει από αιώνες και  διατηρούν ανακαινισμένο, αποδίδοντας τιμή κ ευγνωμοσύνη στη Βαρβάρα Αγία προστάτιδά μας.

 

Από την περίοδο, κατά την οποία η Κρήτη κατεχόταν από τους Ενετούς, 1212-1669, η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία της Μεγαλονήσου είχε υποφέρει πολλά και φοβερά. Άλλες από τις Ορθόδοξες Επισκοπές καταργήθηκαν. Άλλες αλλοτριώθηκαν κι άλλαξαν  ιδιοχτησία και θρήσκευμα. Στη Θέση των Ορθόδοξων Επισκόπων τοποθετήθηκαν Παπικοί Καρδινάλιοι. Τα ίδια έπαθαν και τα  Μοναστήρια κ οι ενοριακοί Ναοί.

 Η υποδούλωση της Κρήτης έδωσε στον Πάπα  την ευκαιρία που επιζητούσε, να επεχτείνει την εξουσία του πάνω στην Ορθόδοξη Εκκλησία της. Ν’ απλώσει το χέρι του και ν’ αρπάξει για να εκμεταλλευτεί τα ιερά και τα  όσια  των Κρητικών Ελλήνων. Γιατί, και για να μιλούμε τη γλώσσα της αλήθειας, το μόνο που ενδιέφερε κ ενδιαφέρει τους Πάπες είναι η εκμετάλλευση της Θρησκείας. Τα  «άγια λεφτά»! Τα περιουσιακά στοιχεία των Μοναστηριών, των Ναών, των πιστών. Τίποτε παραπάνω. Κι αυτό ας το καταλάβουν κι ας το χωνέψουν οι νεόκοποι «ενωτικοί», μη και υποστούμε όσα επιφύλαξε δεινά και στην Πόλη μας το αποτέλεσμα της από Φλωρεντιανής Συνόδου της Φεράρας, με τη θερμή συμπαράσταση και συνέργια  βέβαια του μόνιμου εχθρού του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.

Έτσι, πριν ακόμη ολοκληρωθεί η κατάληψη του Νησιού από τους διάδοχους των Ενετών Μωαμεθανούς καταχτητές, η Ορθοδοξία είχε τόσο πολύ χτυπηθεί στο Νησί από τον Παπισμό, που δε χρειάστηκε κόπος και τρόπος διπλωματικός, για να συνεχιστεί κι από τους αλλόθρησκους νέους καταχτητές η ταχτική, που είχε ξεκινήσει, είχε καλλιεργηθεί κ ευδοκιμούσε στη Μεγαλόνησο από τους προηγούμενους ετερόθρησκους. Οι Μωαμεθανοί βρήκαν το τραπέζι στρωμένο και στρώθηκαν στο φαγητό. Βρήκαν το πουλάρι μερωμένο και καβαλήκεψαν.

Ενώ λοιπόν ακόμη πολιορκούσαν το Χάνδακα, έδειξαν στα Χανιά και στο Ρέθεμνος, που ήδη βρισκόταν υπό την κατοχή τους, τις πραγματικές διαθέσεις τους.

Τα τουρκικά στρατεύματ’ αποτελούσαν «περιτρίμματα πάντοθεν συνειλεγμένα, εξ αρνησιθρήσκων γεννιτσάρων, κούρδων, ζεϊμπέκων, και ταγκαλίδων της Ασιατικής Τουρκίας» (Β. Ψιλάκης, «Ιστορία της Κρήτης», τ. Γ’, σ.1293), που έπρεπε να πληρωθούν για τις υπηρεσίες, που προσέφεραν στο Ντοβλέτι. Και τρόπος και μέσο εξόφλησης των προς αυτούς υποχρεώσεων του «Ντοβλετιού» ήταν τα εισοδήματα, που αποκόμιζαν από τα «τσιφλίκια», που τους επιτρεπόταν ν’ αρπάξουν «Tezkiresuz» (τεσκιρεσούζ=χωρίς αποδειχτικό νομιμοποίησης) από το «Ραγιά».  Αυτά ονόμαζαν «καρπούς του πολέμου» (Mal-i-Mukatele). Ο κάθε «Μπεϋλέρμπεης» είχε το δικαίωμα να χορηγήσει «Berat»(Βεράτι, επικυρωτικό έγγραφο) σε κάθε περίπτωση με προκαθορισμένο το ύψος της αξίας, οπότε γινόταν  νομιμοποιημέν’ η αρπαχτή, «Τeskirelu» (Τεσκιρελού). Αλλά η εχτίμηση δεν ήταν αντικειμενική, φυσικά, εχτός κι αν καταβαλλόταν η αξία σε μετρητά, που συνέβαινε σπάνια...     

Αλλά  και το Καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έπρεπε ν’ αποχτήσει κέρδη από τη νέα κατάχτησή του. Εξάλλου γι’ αυτό μπήκε στον κόπο και στα έξοδα και κατέχτησε το Νησί. Και τα κέρδη του αυτά δεν θα περιοριζόταν μόνο  στην εκμετάλλευση της γης, αλλά θα επεχτεινόταν και στην εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού του Νησιού και στην εκμετάλλευση της Θρησκείας του και στην εκμετάλλευση του κάθε τι άλλου, που μπορούσε να επιφέρει κέρδος σ’ αυτόν τον ανελέητο, αχόρταγο, αισχρό, κ αιμοβόρο  καταχτητή.

Να τονισθεί ότι, αυτά τα κέρδη δε θα προερχόταν μόνο από τα δημόσια χτήματα και τις  ιδιοχτησίες των καταχτητών Ενετών, που αποχώρησαν. Αλλά από την εκμετάλλευση του συνόλου του ανόργανου κι οργανικού πλούτου του Νησιού, συμπεριλαβαινομένων και των κατοίκων του. Από  το σύνολο του έμψυχου κι άψυχου πλούτου, που διέθετε  το «Σατζάκι». Ο νομός, όπως θα λέγαμε σήμερα.  Και  το Ρέθεμνος, αποτέλεσε τότε έν’ από τα «σατζάκια»  στο πολύτιμο «Εγιαλέτι» της  Κρήτης.

 «…η στρατοκρατία αφεθείσα ευθύς αχαλίνωτος, ώρμησεν αδιακρίτως επί πάντας τους εγχωρίους, αποσπώσα απ’ αυτών και διαρπάζουσα παν ό,τι άξιον λόγου, γαίας, ελαιώνας, απαύλεις, οπωροκήπους και τα τοιαύτα και καθιστώσα διά της βίας τους πρότερον αυτών κυρίους δουλοπαροίκους (φαμέγιους) το δε δεινότατον πάντων, αποσπώσα από των αγκαλών αυτών τας θυγατέρας και αδελφάς…»(ό.π.).  Κι όχι μόνο, αλλά κι όλα τα  κάτω των 15 και πάνω των 5 χρόνων αρσενικά  παιδιά, «Pencik»-Πεντζίκ = αρπαγμέν’ αγόρια των εχθρών. Έτσι στέρησε γενιές ολόκληρες από το Ελληνικό Έθνος με μια συγκαλυμμένη γενοχτονία, η οποία έδωσε στον καταχτητή τέτοιο ανθρώπινο υλικό σε ποιότητα και σε ποσότητα, που αφού το διέστρεψε πνευματικά και ψυχικά, το έθεσε σε φονική  αντιπαλότητα με τους γεννήτορες και τους αδελφούς του. Ένα κρυφό εμφύλιο, αδερφοχτόνο σπαραγμό,  που διάρκεσε 230 χρόνια!
Ο μεθοδευμένος αυτός «Devshirme» (Ντεβσιρμέ=Παιδομάζωμα) ήταν κι ο απώτερος στόχος και σκοπός της Υψηλής Πύλης της κολάσεως, που από νωρίτερα  την είχε  βρει  ο Σιωνισμός ανοιχτή.  Μπήκε μέσα και ρίχτηκε στον Ελληνισμό σαν αιμοδιψής τίγρη να τον κατασπαράξει. Να καταλύσει ό,τι δεν πρόλαβαν οι από αυτόν καθοδηγούμενοι Δόγηδες και Πάπες, που είχαν προετοιμάσει το δρόμο του κ υπήρξαν πρόδρομοί του. Ν’ αφανίσει, να κάμει παρελθόν, τον Ελληνισμό και στη θέση του να εγκαταστήσει τα γεννήματα των εχιδνών. Ν’ αφελληνίσει την Ελλάδα, να μονιμοποιήσει και νομιμοποιήσει την κατοχή της από τον Εχθρό επικυρίαρχο, διά του καταχτητή. Γι’ αυτό κι ο κάθε «Σπαχής», πέραν από τις υλικές προσόδους, που έπρεπε να συγκεντρώσει και να παραδώσει κατά την ετήσια φορολογία, έπρεπε παράλληλα να παραδώσει και σαράντα κεφάλια αγοριών-«kirk nefer reaya»(κίρκ νεφέρ ρεαγιά), προερχόμενων από αγροτικά νοικοκυριά της περιφέρειάς του.

Όλα τα εδάφη της Κρήτης κατατάχτηκαν σε πέντε κατηγορίες. Στα: 1. «Χαβάς-ι-χουμαγιούν»-Βασιλικά ή Δημόσια χτήματα. 2. «Βακουφικά» ή αφιερωμένα. 3. «Τεμλίκια». Αυτά που, με Σουλτανικό «τεμλικ-ναμέ»-παραχωρητήριο έγγραφο, παραχωρήθηκαν ως αμοιβή στους Αρχηγούς του στρατού, για να εισπράττουν για δικό τους λογαριασμό τους προερχόμενους από αυτά φόρους. 4. «Ζιαμέτια» - Στρατιωτικά φέουδα. 5. Τιμάρια μικρά. Κ η διαίρεση αυτή περιλάβαινε και το φυσικό και το τεχνικό περιβάλλον, καθώς και το ζωϊκό κεφάλαιο και το ανθρώπινο δυναμικό.

Με τον πλήρη δεσμευτικό αυτό τρόπο η Οθωμανική κυριαρχία υποκατέστησε την επίσης φεουδαρχική προηγούμενη. Εξαιρέθηκαν από αυτή τη διανομή των οικισμών και της γης οι κάτοικοι των Σφακίων, που, «ου μόνον διετήρησαν άπαντα τα κατά καιρούς παρασχεθέντα εις αυτούς υπό των Ενετών προνόμια, αλλ’ απηλλάγησαν νυν και αυτού του ελαφροτάτου φόρου, όν πρότερον εις τους Ενετούς απέτιον…» (ό.π.). «…οι Τούρκοι παρασχόντες εις αυτούς (τους Σφακιανούς δηλαδή) ατέλειαν πλήρη και αυτοδιοίκησιν, ως εγένετο και επί Ενετών, περιωρίσθησαν να απαιτήσωσι παρ’ αυτών ποσότητά τινα μόνο χιόνος, ίνα τουλάχιστον δροσίζωνται δι’ αυτής.» (Πάσλεϋ, διά Β.  Ψιλάκη, ό.π., σ.1294-1295).

 Το γιατί δεν είναι προς ανάλυση του παρόντος…

 

Αφήνω τα λοιπά και περιορίζομαι να επικεντρωθώ στο θέμα, που αφορά στην Ορθόδοξη  Εκκλησία της πόλης του «Πασαλικιού ή Σαντζακιού» του Ρεθέμνους κι αυτό μόνο σε Ναούς και σε ό,τι άλλο «κολλά» στην κάθε περίπτωση.

Πρώτα όμως να υπενθυμίσω πως: «Περιβαλούσα προ πάντων η Πύλη τους αρνησιθρήσκους εξ αρχής Ενετούς μετ’ εκτάκτων δικαιωμάτων, εγκατέστησεν εν τη νήσω τάξιν προνομιούχον, της οποίας αι βιαιοπραγίαι υπερηκόντισαν παν είδος  θηριώδους κακουργίας, διότι μετά του ζήλου του νεοφύτου συνεκράθη και το πρότερον επί Ενετών μίσος κατά των ορθοδόξων Χριστιανών και η φανατική μισαλλοδοξία, τα οποία η Ενετική πολιτεία εγίνωσκε, καθ’ ά είδομεν, να περιστέλλη οπωσδήποτε και κολάζη»(ό.π., σ. 1298).

 Έμειναν, καθώς διαπιστώνετε από τα παραπάνω, αρκετά βενετσιάνικα σόγια στο Νησί, από τους εποίκους, που ο καταχτητής είχε κουβαλήσει κατά καιρούς σ’ αυτό, σύμφωνα με το πρόγραμμα και το σχεδιασμό εποικισμού της Κρήτης από Φράγκους σ’ αντικατάσταση των Ελλήνων.  Αρκετοί από τους Φράγκους Ευγενείς  έποικοι  τιμαριούχοι δεν ακολούθησαν την αποχώρηση των στρατευμάτων και του Ενετικού Κράτους. Προτίμησαν να γίνουν αρνησίθρησκοι. Ν’ αρνηθούν το Χριστό. Και να παραμείνουν στο Νησί, για να κερδίσουν τα φέουδα, που είχαν καταχραστεί από τους Ελληνοκρητικούς. Πίστευαν ότι θα εξακολουθούσαν άμαχα κι ατάραχα να διαφεντεύουν σ’ αυτό. Κάποι’ από αυτά τα σόγια τα κατάφεραν κ εξελίχτηκαν τα μέλη τους σε «καπικουλήδες», προνομιακή κοινωνική ομάδα, υποτασσόμενοι στο Μουσουλμανικό Ιερό Νόμο (Saria), που αντιβαίνει στο Κοράνιο σε πολλά κ εντασσόταν σ’ αυτή την ομάδα παράλληλα με προερχόμενους από παιδομαζώματα (Ντεβσιρμέδες)  Γενίτσαρους. Αυτοί, αφού προσκύνησαν το Ισλάμ, μεταβλήθηκαν σε χειρότερους από τους Τούρκους διώχτες, βασανιστές κ εκμεταλλευτές των Ελληνοκρητικών, ως νεοφώτιστοι. Και με την ίδια ευκολία επανήλθαν στο Χριστιανισμό υστερότερα και για τον ίδιο λόγο.

 Παράδειγμα οι Βενετσιάνοι φεουδάρχες κάτοικοι της περιοχής της Αμπαδιάς Αμαρίου. Η λέξη Αμπαδιά προέρχεται από το Αββαδία, τον τόπο τον κατεχόμενο από Αββάδες. Κ η λέξη  Αββάς προσδιορίζει  τίτλο ιερατικό των Παπικών. Κ οι αιμοβόροι Αμπαδιώτες γεννίτσαροι της Αμπαδιάς δεν ήταν Τούρκοι, ούτε προερχόταν από Ελληνόπουλα εξισλαμισμένα, αλλά ήταν απόγονοι εξισλαμισμένων Φραγκαρχόντων φεουδαρχών, που έτρεφαν από καταγωγής τους απίθμενο μίσος κατά των Ορθόδοξων Ελλήνων και γι’ αυτό, πέραν από την ορμή του νεοφώτιστου είχαν και τις καταβολές της κληρονομικότητας, που τους είχε κληροδοτήσ’ η Φράγκικη καταγωγή τους…    

Και να σημειώσω ακόμη πως, οι Ελληνοκρητικοί, που υποδουλώθηκαν στην Οθωμανικοί Αυτοκρατορία, ήταν απαραίτητοι στους καταχτητές. Και τούτο, γιατί αυτοί θα δούλευαν, σα σκλάβοι, από το πρωί ως το βράδυ στις περιουσίες, που πρωτύτερ’ αποτελούσαν ιδιοχτησίες τους, για να συντηρούν με τον ιδρώτα τους και για κομμάτι ψωμί τους καταχτητές, χωρίς οι τελευταίοι να υποχρεωθούν να εργαστούν για να συντηρήσουν τις «φαμίλιες» τους. Γι’ αυτό και δεν τους πέρασαν όλους από το μαχαίρι μια και καλή. Αλλά τους εξολόθρευαν με αργό και βασανιστικό τρόπο, αφού τους αφαιρούσαν κ επωφελούνταν από αυτούς την κάθε ικμάδα ζωής.

 Το ίδιο επιδιώκει να πετύχει και τώρα ο ίδιος εχθρός μέσω της Ε.Ε. κ ιδιαίτερα της Ευρωζώνης, και με κολαούζους τους ίδιους άσπονδους φίλους του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, που βλέπετε να χαριεντίζονται, γιατί υπερίσχυσαν κ επέβαλαν εξοντωτικούς όρους διαβίωσης στους υπολειπόμενους Έλληνες Πολίτες, με τη συνέργια ομόδοξών τους αλλοτριωμένων νάνων «Ελλήνων» πολιτικών. Αυτών, που σενέπραξαν στην οικονομική καταστροφή, και σύμφωνα και μ’ αυτό, που τραγουδούσαν οι Ελληνοκρητικοί κατά  την εποχή της τουρκοκρατίας, και το κολλούσαν ως «ρεφραίν» στο τραγούδι τους:

«Τούτο θα μου δώσεις.

Εκείνο θα σου πάρω.

 Κι αυτό θα μου χαρίσεις!»…

Το "Σαντζάκι" λοιπόν του Ρεθέμνους διαιρέθηκε σε τέσσερα (4) «ζιαμέτια»-φέουδα μεγάλα και σε τριακόσια πενήντα (350) μικρά.  Αφού ξεχώρισαν το  μοιράσι του Δημοσίου και του «Εβφκαφίου». Του Οργανισμού διαχείρισης των «βακουφίων», κάτι ανάλογο με υπουργείο Εκκλησιαστικών, που είχε την αποστολή και το δικαίωμα-«ιζαρέ» διαχείρισης των αφιερωμένων στο Ισλάμ ιερών ακινήτων-«(ι)τζαρελίδικων» και των ιερών «παράδων».

 Δημόσια χτήματα του Οθωμανού καταχτητή θεωρήθηκαν κυρίως τα δημόσια χτήματα, που κατείχε ο προηγούμενος από αυτόν καταχτητής. Κι ως «βακούφικα» χτήματα, επιλέχτηκαν περιουσιακά στοιχεία  προερχόμεν’ από την Ορθόδοξη και την Παπική Εκκλησία κι από επιλεγμένα ιδιωτικά χτήματα, «τεφαρίκια», φεουδαρχών ή μη, διασκορπισμένα μέσα στα τέσσερα «ζιαμέτια», ανάμεσα στα οποία και χωριά ολόκληρα, όπως η Πηγή του Ρεθέμνους.

  «Της Κρήτης ο Οργανισμός, του Ντοβλετιού ο στολισμός»!! Αυτός αποτέλεσε είδος τράπεζας, «προικιζομένης και συντηρουμένης εκ των εισοδημάτων πάντων των κτημάτων των κειμένων εν ταις περιφερείαις των βακουφικών χωρίων.»(ό.π., σ. 1306).

Τα εισοδήματα, που προερχόταν από βακούφια παραχωρήθηκαν υστερότερα στις τοπικές κοινότητες Μωαμεθανών για τη συντήρηση των τζαμιών, την ίδρυση και συντήρηση σκολειών κ.λπ..  Με αποτέλεσμα  μέρος από τα χρήματα, που προερχόταν από τα «βακούφια» κι από το βακουφικό φόρο (Ιτζαρέ) να χορηγείται ακόμη και γι’ άτοκα ή με χαμηλό επιτόκιο δάνεια σε Μουσουλμάνους, για οικονομική ενίσχυση μπέηδων κι αγάδων, για προικισμό μωαμεθανίδων, για προσηλυτισμό Χριστιανών. Ακόμη και για ψηφοθηρία, ύστερ’ από το Χάτ-ι-χουμαγιούν, που επέτρεψε την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κι όλ’ αυτά σε βάρος των Ελληνοκρητικών Ορθοδόξων, από τη φορολογία και τα χτήματα των οποίων σόδιαζαν τα χρήματα. Αυτός ο «Ιτζαρές» έφτανε και τις  εννιά χιλιάδες (9.000.00) λίρες το χρόνο. Χώρια ο φόρος για τα Ιερά προσκυνήματα των Μουσουλμάνων, Μέκκα και Μεδίνα και το ευαγές ταμείο της Βαλιδέ Σουλτάνας (Βασιλομήτορας).

Ωστόσο, οι πιο μεγάλοι κ επιβλητικοί ενοριακοί Ναοί κατασχέθηκαν. Κι όσοι από αυτούς δεν μετατράπηκαν σε τζαμιά, αποτέλεσαν μέρος ιδιωτικών «κονακιών»-σπιτιών, αποθήκες, σαπουναριά, στρατώνες, ακόμη και στάβλους. Και μόνο ένας και μικρός ναός αφέθηκε σε κάθε χωριό στους Ορθόδοξους για την εχτέλεση των θρησκευτικών τους αναγκών.

Έτσι το Ρέθεμνος, που φημιζόταν πως είχε μαζί με τα προάστιά του τόσους ναούς, όσες κ οι μέρες του χρόνου, είναι γνωστό πως από αυτούς, όσοι δεν έγιναν εξαρτήματα σπιτιών, αποθήκες, ακόμη και στάβλοι, είχαν την τύχη να καταλήξουν σε τζαμιά:

Ορθόδοξος Ναός στο Ρέθεμνος,  «πολύ καλός και μετά πολλών και πλουσίων κτήσεων μετά πάντων αυτών (μεταβλήθηκε) και μετωνομάσθη Χασάν πασά τζαμί, εκ του Γαζί Χασάν πασά, βεηλέρμπεη της Ρούμελης». (beylerbeyi-Μπεηλέρμπεη =Γενικός Διοικητής).

Τα Δημόσια γραφεία των Ενετών μετατράπηκαν σε τζαμί και στέγασαν το Χατζή Τζαμισί.

Μετασκευάστηκαν Ορθόδοξοι ναοί κι αποτέλεσαν  τα Τζαμιά της Μεγάλης Πόρτας, της Φορτέτζας και της Άμμου της Πόρτας.

Η κάτω από το Φρούριο «Περιβόλα» περιήλθε στον Ιμτίμ πασά.

Τα «μεγάλα και περίβλεπτα»  ενετικά οικοδομήματα στη συνοικία Μαρέτη, μετατράπηκαν σε τούρκικα σκολειά και «μενδρεσέδες»-φυλακές. Κ οι νέοι καταχτητές προσέθεσαν στον ευρύχωρο περίγυρό τους κι άλλα χτίσματα. Όπως   το χτίριο του "Εβφκαφίου". Το λεγόμενο παλιό «σεράγιο» του Στρατώνα ή των γιαννιτσάρων, που βρισκόταν πάνω από το μυχό του Βενετσιάνικου λιμανιού. Καθώς και «τεκέδες»-μοναστήρια διαφόρων ταγμάτων ή δογμάτων.

«Εν τη συνοικία Μακρεί Στενώ υπήρχε ναός επ’ ονόματι της Παναγίας. Επί του ανωφλίου της έξω μεγάλης θύρας του προαυλίου ήτο εγκεχαραγμένη επιγραφή, «Μαριάμ Κυρία των Αγγέλων, εδωρήθη δε ούτος εις τους υπολειφθέντας και διασωθέντας μετά την άλλωσιν της πόλεως Χριστιανούς υπό του πορθητού αυτής  στρατάρχου Δελή Χουσεήν, όπως ούτοι ιερουργώσιν επ’ αυτώ και μόνω. Κυριακήν εν τούτοις τινά κατερχόμενος ο πασάς εκ της ακροπόλεως (της Φορτέτζας), ένθα κατώκει, και ακούσας ψαλμωδίαν εισήλθεν και εξεδίωξε και ιερέα και λαϊκούς αποπέμψας αυτούς επί τω λόγω ότι ηνώχλουν και εσκανδάλιζον τους εν τη συνοικία Οθωμανούς, και παρεχώρησε την σημερινήν μητρόπολιν των εισοδίων, μικράν τότε οικογενειακήν εκκλησίαν, επί δε του προειρημένου ναού της Παναγίας προσέταξε τον ιμάμην να ανέλθη και να αναφωνήση  την μωαμεθανικήν προσευχήν. Επί δύο δ’ αιώνας παρέβλεψαν εξ αμελείας την εν τω ανωφλίω υπογραφήν εκείνην, αλλά κατά την μεγάλην του 1866 επανάστασιν απήλειψαν και ταύτην, μαρτύριον εξ ενός και ετέρωθεν σκάνδαλον ούσαν.»

 Η Μάνα μου, όντας μαθήτρια του Παρθεναγωγείου του Ρεθέμνους, έμενε στο σπίτι, που βρίσκεται στη νότια πλευρά του ναού. Το σπίτι αυτό είχε παράθυρα προς την αυλή. Κ η Μάνα μου έβλεπε την κίνηση. Άκουγε και τις ιστορίες, που διηγούνταν οι σπιτονοικοκύρηδες με τις συντροφιές τους, για το μιναρέ, τους αγάδες και παραφαγάδες του Μακρύ Στενού. Από αυτά πολλά μου μετέδιδε σε μορφή παραμυθιών κατά την πρώτη παιδική μου ηλικία.  Αλλά, «όντεν είν’ το πράμα, πού ‘ν’ ο νους; Κι όντεν είν’ ο νους, πού ‘ν’ το πράμα;»!...

 

«Ο ναός δε των Αγίων Αποστόλων, πλησίον του των Εισοδίων, περιελήφθη εν τη εκτενεί περιοχή μεγάλης τουρκικής οικίας, αλλά μέχρι προ μικρού διέμενεν εν αυτώ πένης Οθωμανός μεταχειριζόμενος αυτόν κυνοκομείον ουκ ολίγων κυνών, μέχρις ού απέθανεν.»

 

Ο δε της Αγίας Βαρβάρας, οικογενειακός άρχοντος Ενετού εξωμότου, παλαιότερον μεν εχρησίμευσεν ως σταύλος του ιδιοκτήτου και ύστερον ως σαπωνουργείον, αλλά και ως πληντήριον κατόπιν, ενώ ενταυτώ αι περιοικούσε Οθωμανίδες και εθυμίαζον εκ παραδόσεως. Πωλουμένης της οικίας ταύτης, η χριστιανική κοινότης Ρεθύμνης κατέσχε τον ναόν τούτον τω 1881 δυνάμει αποφάσεως της Γ. Συνελεύσεως των Κρητών, αφού απεζημίωσε τον ιδιοκτήτην αντί 48 χιλιάδων γροσίων, εδαπάνησε δε μετά την κατεδάφισιν αυτού, εν αρχαίω πρότερον και ωραίω βυζαντινώ  ρυθμώ, περί τας 200 χιλιάδας, πολλών σκανδάλων εν τη κοινότητι επισυμβάντων, προ πάντων διότι κατόρθωσαν οι Οθωμανοί να μη καθιερωθή η αρχή να καταλαμβάνωνται οι ναοί αυτοί προίκα και χάριν ή αντί μικράς πληρωμής.»

Και το Παρθεναγωγείο, όπου φοιτούσε  κ η Μάνα μου, στεγαζόταν τότε στο χτίριο, που βρίσκεται στη βορινή πλευρά της αυλής του Ναού αυτού και στεγάζει ακόμη τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Πόλης μας. Κι από το χώρο αυτό έφτασαν ως τ’ αφτιά μου ιστορικά γεγονότα, πριν από εβδομήντα τόσα χρόνια. Αλλά, είπαμε…

 

«Εν τοις προς μεσημρίαν δε προαστίοις της Ρεθύμνης υπήρχε μονή καλογραιών πλουσία μετά ναού λαμπρού της «Μεσαμπελίτισσας» ονομαζομένου ή κατ’ άλλους του Αγίου Φανουρίου, έχουσα αναβρυτήριον πολύγωνον μετά πολλών κρηνών εν μέσω τω περιαυλίω και κήπους και περιβόλια. Εν ταύτη ήδη και τεκές εγκατέστη και τζαμίον μεθ’ υψηλού μιναρέ έχον κύκλω μνήματα τουρκικά (μεζάρια), εν δε τη εισόδω της μεγάλης θύρας της αυλής είνε εκτισμένη μεγάλη μαρμαρίνη πλάξ ως υπόβαθρον, η οποία κατά την παράδοσιν ήτο η αγία τράπεζα του ναού.» (ό,π., σ. 1358-1360).

Και σήμερα στεγάζει παράρτημα από  το «Μουσείο Φυσικής Ιστορίας» της κυρίας Γουλανδρή.

Και σε υποσημείωση της σελίδας 360, που επεχτείνεται στην 361 αναφέρει ο Β. Ψιλάκης, ότι: «…Υπάρχουν όμως καί τινα άλλα αφιερώματα ουχί Χριστιανών λαϊκών, αλλά Σιναϊτών πατέρων, οίτινες μετέβαινον (εκ της Κρήτης) και εμόναζον εις το Σινά, ως ο προ ολίγων μηνών 1884 τελευτήσας επίσκοπος Ρεθυμνοαυλοποτάμου Ιλαρίων…».

Από  μακροσκελή υποσημείωση στις σ. 1364-1367 του συγκεκριμένου έργου του Β. Ψιλάκη: «Ιστορία της Κρήτης», μαθαίνομε  ακόμη ότι:

 Κι ο «σέχης» των «Μπεχτασήδων» Χασάν Μπαμπάς του «τεκέ», που βρισκόταν στην παρυφή του Ρεθέμνους, έφτασε σε βαθμό ασυδοσίας να κόψει από τη «Μάνα του νερού» και να διοχετεύσει πάνω από τη μισή ποσότητα της ισχυρής παροχής του νερού στον «τεκέ» του. Να υδρεύει και να αρδεύει αποκλειστικά τον «τεκέ» και τους κήπους του, που είχε καταστεί ιδιοχτησία του κι ας ήταν περιουσιακό στοιχείο επίσημα του «Εβφκαφίου». Αποτέλεσμα της αυθαίρετης πράξης του ήταν να στερέψουν πάνω από τις οχτώ βρύσες και να στερηθεί το νερό ολόκληρη συνοικία της πόλης, που υδρευόταν από αυτή την πηγή και κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας κ ίσως ακόμη πιο παλιά. Η δυνατή αυτή πηγή, η «Μάνα του Νερού», όπως ονομαζόταν, απέρρεε από  φαράγγι νότια της Πόλης. Ύδρευε μεγάλο τμήμα αυτής κι άρδευε πολλά λιόφυτα και περιβόλια στο πέρασμά της.

Ο δε Χασάν εφέντης ο Πρασανός κατά τα τέλη της Τουρκοκρατίας (1882+) ιδιοποιήθηκε το δημόσιο νταμάρι, απ’ όπου οι Ενετοί  εφοδιαζόταν  πέτρες όταν έχτιζαν το φρούριο της Πόλης. Τη Φορτέτζα! Ισχυρίστηκε  πως βρήκε σε «κιτάπια» της Κων/πολης στοιχεία, με βάση τα οποία το δημόσιο νταμάρι ανήκε σε προγόνους του!!

Το δε «Εβφκάφιον» άπλωσε το χέρι του και στην παραλία του Ρεθέμνους. Πέτυχε στα 1881-1883 να καταστήσει ιδιοχτησία του την ανατολικά του λιμανιού αμμουδιά σε όλο της το βάθος ως τα παραλιακά σπίτια και τα καταστήματα. Να μην επιτρέπει στους ιδιοχτήτες των παραλιακών ακινήτων καμιά επέχταση παλιάς ή ανέγερση νέας οικοδομής, χωρίς την έγκρισή του, που εκδιδόταν ύστερ’ από τσουχτερή αποζημίωση αυτού του Μουσουλμανικού Ιδρύματος! Και μάλιστα χωρίς να λαβαίνονται υπόψη τα συμβόλαια των ιδιοχτητών που ανέφεραν ρητά πως η ιδιοχτησία τους έφτανε ως εκεί που έσβηνε ο χειμωνιάτικος κυματισμός της θάλασσας σε ώρα μεγάλης τρικυμίας. Το μέγιστο θαλάσσιο κύμα. Όπως προσδιορίζεται και σήμερα η γραμμή αιγιαλού στις παραλίες της Επικράτειας.   

 Και βέβαια δεν περιορίστηκαν οι αρπαχτές του καταχτητή μόνο σ’ αυτά τα λίγα, όμως αρκετά για να σχηματίσετε γνώμη στο τι θα πει κατοχή μιας Χώρας κ υποδούλωση του Λαού της. Γιατί… δε βλάφτει να το ξέρετε…

                                     Γράφτηκε 29.11.2015.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου