Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Ένας φίλος από τα παλιά...

Ένας Φίλος από τα παλιά… Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά, φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις. Μα δε μού ‘πε, αγάπη μου γλυκιά, αν ποτέ και Συ με συναντήσεις… Και ξαφνικά, ενώ μέσα στο λιοπύρι των υπέρ σαράντα βαθμών πήγαινα για να ελέγξω και να διαπιστώσω αν είχαν καλώς οι προετοιμασίες για το μνημόσυνο της ψυχής της ψυχής μου, χτύπησε το τηλέφωνο. Σκέφτηκα: κάτι θα ξέχασα και με παίρνουν για να μου το θυμίσουν. Ψάχνοντας στην τσέπη μου να βρω το τηλέφωνο, διαπίστωσα πως φορούσα και τα παπούτσια και το παντελόνι μου. Άρα δεν ήμουν εκτεθειμένος. Κάτι άλλο θα είχα ξεχάσει… -- Παρακαλώ, απάντησα στο τηλέφωνο… -- … -- Ποιός είσαι; Δε σε βγάνω από τη φωνή! -- … -- Ο Γιώργης; Ο Μπούλης είσαι, παλιόφιλε;! Και που βρέθηκες μ’ ετσε κάψα! -- … -- Στον Κήπο, είπες; Έρχομαι… Αντιγύρισα, λοιπόν, και να ‘μαι στον Κήπο. Δε γνώρισα το Γιώργη. Ξέροντας πως με περιμένει, είπα μέσα μου: Αυτός θά ‘ναι που κάθεται στου Κήπου το αναψυκτήριο μοναχός στο μπρος τραπέζι. Σίμωσα και τον κοίταξα επίμον’ από κοντά. Είπα: Αν είν’ αυτός, όχι πως θα με γνωρίσει, αλλά θα καταλάβει. Και κατάλαβε. Λόγο κορωνιού δεν ασπαστήκαμε αλλήλους. Ούτε κλάψαμε για τα παλιά, ούτε και για τα καινούρια. Θυμηθήκαμε πολλά, που δεν τα βάνει ολόκληρ’ η εφημερίδα. Χήρος κι αυτός. Χήρος κ’ εγώ. --Γιώργη, του λέω, αν ανοίξομε χηροστάσιο, πόσοι χήροι της σειράς μας μένουν ακόμη ζωντανοί για να ‘ρθουνε κοντά; Βγάζει από την τσάντα του μια κόλλα χαρτί με 19 ονόματα συσπουδαστών συναδέλφων και μου το δίνει. -- Αυτοί ‘ναι οι 19 νεκροί της σειράς μας, που γνωρίζω ίσαμε την ώρα. Απ’ όσους απομείναμε δεν ξέρω πόσ’ είμαστε οι χήροι και πόσοι οι χαιράμενοι… Κ έβγαλε από την τσάντα και μού ‘δωσε μια φωτογραφία του Ιούνη του 1983, βγαλμένη απ’ έξω από τη δυτική πλευρά τ’ Αρκαδιού. Και μου λέει: -- Απ’ όλους αυτούς τρεις: εσένα, εμένα και τη Βούλα, γνωρίζω πως είμαστε ακόμη ζωντανοί. Οι άλλοι… Κ έβγαλε μια φωτοτυπία από σελίδα της «Πατρίδας» του Ηρακλείου, με δικό του κείμενο, που περιγράφει επιδέξια και παρουσιάζει τη συνάντηση του ’83 μερικών από μας στ’ Αρκάδι και μου την έδωσε, λέγοντας: -- Βλέπεις;… Θυμάσαι;… Γνωρίζεις;… Και, πριν πάρει απάντηση, βγάζει και μου δίνει δεύτερη φωτοτυπία, με τα ονόματα όλων των Σπουδαστών και Σπουδαστριών της Σειράς μας… Δε θα πω άλλο από την επιθυμητή, παρηγορητική, γεμάτη παλιές αναμνήσεις αυτή συνάντηση μου με τον παλιόφιλο Γεώργιο Κουκλινό, που δεν ξέχασε πως τον πείραζα και τον έλεγα Μπούλη, γιατ’ ήταν ο νεότερος στην ηλικία πολύ αγαπητός και συμπαθής συσπουδαστής μας. Θ’ αρκεστώ στο να παραθέσω αυτή την αναμνηστική φωτογραφία του Ιούνη του 1983 στο Αρκάδι και το άρθρο του αγαπητού φίλου Γιώργη. Και κάποιο συμβάν, χάρη στη μνήμη του αξέχαστου φίλου, συσπουδαστή και συναδέλφου Αλκιβιάδη Μανουσάκη: «Έκπληξη! Αδιάκοπη έκπληξη! Τι άλλο μπορεί να είναι η ζωή;» Τα λόγια αυτά του μεγάλου Ινδού ποιητή Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ πεταλούδισαν στη σκέψη μου το περασμένο Σάββατο που συναντηθήκαμε οι Δάσκαλοι της σειρά του ’57 στο Ιστορικό μοναστήρι τ’ Αρκαδιού. Ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης πλημμύρισαν της ψυχής μας τα βάθη, όταν, ύστερα από 26 ολόκληρα χρόνια που τελειώσαμε την Ακαδημία Ηρακλείου, ειδωθήκαμε πάλι και δυσκολευτήκαμε πολύ να γνωρίσει ο ένας τον άλλο. Αυλακωμένα πρόσωπα, χιονισμένα κεφάλια απ’ τη σκληρή δουλειά του Σχολείου και της ζωής τις φροντίδες και το άγχος. Αλλιώτικες Φυσιογνωμίες! Στην ιστορική και δροσόλουστη αυτή γωνιά της Κρήτης ώρες πολλές καθίσαμε και βγάλαμε από τα συρτάρια της μνήμης μας αυτά, που είχαμε τόσα χρόνια ερμητικά κλεισμένα. Ξετυλίξαμε το κουβάρι των αναμνήσεων κ είπαμε πολλά, γιατί πολλά ‘χαμε να πούμε. Μαζί μας ο συνάδελφος και Λογοτέχνης Αρκάδιος Πηγαίος (Μαρίνος Γαλανάκης) είχε την καλοσύνη να μας ξεναγήσει και να μας μεταφέρει νοερά στις ώρες της υπέρτατης θυσίας. Ζήσαμε από κοντά το ολοκαύτωμα τ’ Αρκαδιού. Το ποίημα - χαιρετισμός του συναδέλφου – Συγγραφέα Γιάννη Σμυρνιωτάκη, που μας έστειλε γιατί δε μπόρεσε νάρθει από την Αθήνα και το ποίημα που μας διάβασε ο Βύρων Μανετάκης, μας θύμισε παλιές καλές στιγμές. Συζητήσαμε, είπαμε τ’ αστεία μας, σαν τότε που νεαροί φοιτητές καθόμαστε στα θρανία, χορέψαμε, τραγουδήσαμε. Πόσο γρήγορα πέρασαν οι όμορφες και αξέχαστες αυτές ώρες… Και κάθε μια γλυκιά στιγμή πόσο γρήγορα διαβαίνει!... Έτσι η ώρα πέρασε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής γεμάτοι από συναισθήματα πραγματικής ικανοποίησης. Αποχαιρετίσαμε ο ένας τον άλλο κατασυγκινημένοι και δώσαμε όλοι μαζί μια υπόσχεση πως κάθε χρόνο προς το τέλος του σχολικού έτους θα πραγματοποιούμε καμιά τέτοια συνάντηση. Για τον επόμενο χρόνο αποφασίσαμε να συναντηθούμε στο «Μεγάλο Κάστρο» που γέννησε, ανάθρεψε και κρατεί για πάντα στην αγκαλιά του τον τρανό του λόγου τεχνίτη. Ν. Καζαντζάκη. Γεώργιος Κουκλινός» (Πατρίς, 11054, 8.6.1983) Η ανέλπιστη συνάντησή μου με το Γιώργη, έφερε στο κουρασμένο και ταραγμένο από οικογενειακό τραγικό γεγονός μυαλό μου και την πονεμένη μου καρδιά πολλές αναμνήσεις, όπως προανέφερα. Η δε μορφή του συσπουδαστή φίλου και συναδέλφου Αλκιβιάδη Μανουσάκη στη φωτογραφία της συνάντησής μας στο Αρκάδι, με μετέφερε στα γεγονότα του 1955. Τότε, που όπως και κατά το παρόν, υπήρξε στημένη όξυνση στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας. Αφορμή τότε υπήρξε μια σκηνοθετημένη από την Άγκυρα βομβιστική επίθεση κατά του υποτιθέμενου σπιτιού του Μουσταφά Κεμάλ στη Θεσ/νίκη. Παρ’ ότι ο πουσταράς αυτός δεν ήταν γεννημένος στη Θεσ/νίκη, αλλά στο χωριό Χρυσαυγή του Δήμου Λαγκαδά. Στα 1930 όμως, όταν και τότε την Ελλάδα κυβερνούσε ο Εβραιοσιωνισμός, διά του προδότη Μασόνου Εβραιοσιωνιστή Ελ. Βενιζέλου, όπως την κυβερνά και σήμερα διά του εγγονού της αδελφής του Ελ. Βενιζέλου Καντίκως, γίνηκε ανεχτή κ επίσημα παραδεχτή η ψευτιά της Άγκυρας, κατά την οποία ο Μουσταφάς γεννήθηκε τάχα στη Θεσ/νίκη. Στόχος στα 1955 της Άγκυρας, στηριζόμενος από τον Εβραιοσιωνισμό, τον Ο.Η.Ε., το ΝΑΤΟ, τις Η.Π.Α., τη Βρετανία και τη Γερμανία, από τους συμμάχους μας, δηλαδή, έτσι, όπως και τώρα, ήταν η κάθαρση από τους Έλληνες της Κων/πολης! Έτσι δόθηκε η αφορμή και προκλήθηκε το «πογκρόμ» κατά του Ελληνισμού της πόλης, και η κακοποίηση των οικογενειών των Ελλήνων Αξιωματικών, που υπηρετούσαν στο κλιμάκιο του Ν.Α.Τ.Ο. στη Σμύρνη, με την ανοχή όλων των «Φίλων και Συμμάχων» μας που προανέφερα, έτσι, όπως και τώρα! Γιατί, λοιπόν, εξακολουθούμε να θεωρούμε ακόμη όλους αυτούς Φίλους και Συμμάχους μας; Δεν διδαχτήκαμε από την Ιστορία του 19ου και 20ου αιώνα, για να μην πάω πιο πίσω, πόσο φιλικοί εχθροί μας είναι και μένουν από πριν το τότε; Που μας υποστήριξαν και πότε; Ποτέ και πουθενά. Μπλοφάρουν πάντοτε και μας εκμεταλλεύονται κ εμάς και τους Τούρκους. Και τώρα πάλι αυτό κάνουν… Στα 1955, λοιπόν, αντιδράσαμε οι Έλληνες. Ξεσηκωθήκαμε κι ας είχαμε Πρωθυπουργό τον αδελφό του Βασιλιά, που είχε ανακινήσει από το 1954 το Κυπριακό. Υποκινήθηκε τότε από το Λονδίνο η Άγκυρα, και δεν έχασε την ευκαιρία. Η Σπουδάζουσα και Φοιτητιώσσα Νεολαία, δεν κηδεμονευόταν τότε από Εβραιοσιωνιστικά καθάρματα, ώστε να οδηγείται σε καταστροφές των ιδιωτικών και δημόσιων υποδομών, αλλά ενεργούσε Πατριωτικά κι Αγωνιζόταν για τα Εθνικά μας θέματα και συμφέροντα και για τον Ελληνισμό, κι όχι για το ξεπάστρεμά του. Στο Ηράκλειο της Κρήτης γίνηκε τότε από τη Νεολαία Μεγάλο συλλαλητήριο, μ’ επικεφαλής τους Σπουδαστές και Σπουδάστριες της Ακαδημίας, που ξεσηκώσαμε και τα Γυμνάσια της Πόλης αυτής. Δε θ’ αναφερθώ αναλυτικά για το τι συνέβη τότε στο Ηράκλειο. Μόνο σ’ ένα προσωπικό περιστατικό θα σταθώ, που έχει σχέση και με τον αγαπητό κι αξέχαστο φίλο μου Αλκιβιάδη, που κ οι δυο μετείχαμε στην Επιτροπή του Αγώνα. Ο έλεγχος της πορείας του συλλαλητηρίου ξέφυγε από εμάς, παρά τις προσπάθειές μας να κρατήσομε την προγραμματισμένη πορεία, όταν η κεφαλή των διαδηλωτών έφτασε στο «Μεϊντάνι», κι ακούστηκαν φωνές από το πουθενά με σύνθημα: Στο «Αγγλικό Προξενείο!» Όταν ήρθε πυροσβεστικό όχημα, για να διαλύσει τους διαδηλωτές, ανάμεσα στους οποίους είχαν χωθεί εργαζόμενοι κ εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων, και να ενισχύσει τις Αστυνομικές Δυνάμεις, οι πυροσβέστες έκαμαν το λάθος και κατέβηκαν από το όχημα, που είχε φτάσει ως την πλατεία με τα λιοντάρια. Αφέθηκαν χαμογελαστοί να παρασυρθούν από τις πιέσεις που δέχτηκαν από διαδηλωτές. Και, επειδή δεν είχαν πρόθεση να προκαλέσουν, σ’ ελάχιστα λεπτά απομακρύνθηκαν από το όχημα και διασπάρθηκαν ανάμεσα στο πλήθος. Βρήκαν τότε την ευκαιρία εργάτες, που παρέσυραν και μαθητές, να κινηθούν κατά του οχήματος, που δεν είχε, όπως αποδείχτηκε, ούτε νερό, αλλά ήλθε για να μην παραβεί διαταγή προφανώς. Άρχισαν, λοιπόν να ξεφουσκώνουν τα λάστιχα των τροχών, πιθανό και να τα τρυπούν. Να προσπαθούν να κόψουν τις «μάνικες» εκτόξευσης νερού και ν’ αφαιρούν τα σκαπανικά, που έφερε τ’ όχημα. Βρέθηκα κοντά στην πλατεία, επιστρέφοντας από μια κλινική, που λειτουργούσε τότε κοντά και νότια στο Ναό του Αγίου Τίτου, όπου είχα μεταφέρει σηκωτό στην πλάτη μου έναν άσχετο με τη διαδήλωση τραυματία. Αυτός, βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, δέχτηκε ένα τούβλο στο κεφάλι, πεταγμένο από τους οικοδόμους, που βρισκόταν πάνω στις σκαλωσιές του ανεγειρόμενου τότε χτιρίου της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Εθνικής. Αυτό βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το τότε Ταχυδρομείο, πάνω από το οποίο ήταν το Προξενείο της Αγγλίας. Το τούβλο είχε προορισμό κεφάλι χωροφύλακα, της διμοιρίας, που είχε αποκλείσει το στενό απ’ όπου η πόρτα του Προξενείου. Όμως τυχερός του λαχείου στάθηκε ο άσχετος αυτός περαστικός, που ζαλίστηκε από το χτύπημα κ αιμορραγούσε πολύ… Μόλις αντιλήφτηκα τα επεισόδια έτρεξα προς τα εκεί κ εμπλάκηκα μ’ ένα μαθητή του Καπετανάκειου Γυμνασίου, και προσπαθούσα να του αφαιρέσω ένα διαρρηχτικό λοστό που είχε αφαιρέσει από το όχημα της πυροσβεστικής. Ωστόσο κάποιο σήμα του επικεφαλής του πυροσβεστικού πληρώματος ειδοποίησε τους πυροσβέστες κι αυτοί όρμησαν αγριεμένοι να υποστηρίξουν τη μονάδα τους. Ένας από αυτούς, αφού αφαίρεσε ένα «πτύον» από άλλο διαδηλωτή, όρμησε κατά πάνω μου, νομίζοντας ότι εγώ είχα πάρει το λοστό, που το δεξί μέρος του σακακιού μου ήταν γεμάτο αίματα του λαβωμένου στο κεφάλι τραυματία. Ο δε μαθητής, που φορούσε το «πηλίκιο» και διακρινόταν η ιδιότητά του, ήθελε να μου το αφαιρέσει. Σήκωσε, λοιπόν, ψηλά το «πτύον» κ ετοιμαζόταν να με χτυπήσει με στόχο τη μέση μου! Ο Αλκιβιάδης, που αντιλήφτηκε τη σκηνή κ ευτυχώς βρέθηκε κοντά, μ’ ένα δυνατό «μη!», που εκφώνησε και μ’ ένα πήδημα έπιασε από το στειλιάρι στον αέρα την κατευθυνόμενη παλάμη προς τα νεφρά μου! Εγώ δεν κατάλαβα τίποτε. Αφαίρεσα το λοστό από το μαθητή, και στρεφόμενος είδα τον πυροσβέστη και του τον παρέδωσα. Ο Αλκιβιάδης, μ’ ενημέρωσε κατόπιν για τον κίνδυνο, που διέτρεξα! Κι αν δεν ήταν αυτός, από τότε θα έμενα ίσως ανάπηρος. Λυπήθηκα πολύ για το πρόωρο χαμό αυτού του λεβέντη και γενναίου παλικαριού, του ακριβού φίλου και σωτήρα μου Αλκιβιάδη Μανουσάκη από χωριό της Μεσαράς, και καταθέτω αυτή τη μαρτυρία στη μνήμη του, με την ευχή ο Θεός να τον αναπαύσει μετά δικαίων. Γράφηκε: 7.9.2020