Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΕΙΣ



 

  1. ΠΑΣΑΛΙΤΕΣ
     
    Ύστερ’ από  την αποχώρηση των στρατευμάτων των ΝΑΖΙ εγκληματιών από την Κρήτη, εμείς τα παιδιά είχαμε τα χάλια μας, πιο πολύ κι από τους ενήλικες,  λόγω των στερήσεων, τις οποίες μας είχαν επιβάλλει αυτά τα εργαλεία του Εβραιοσιωνισμού, όπως μας επιβάλλουν και σήμερα οι επίγονοί τους.   
    Καταβλήθηκε τότε προσπάθεια κι οργανώθηκε στα 1947, με τη φροντίδα και την άμεση επίβλεψη του τότε Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων της Α΄ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Ρεθύμνης αείμνηστου Κων/νου Πετρίτη, η πρώτη μαθητική κατασκήνωση, που λειτούργησε δυο εικοσαήμερες περιόδους κατά το καλοκαίρι του 1947 στις Πασαλίτες  Μυλοποτάμου.
    Ο Εκπαιδευτικός Κ. Πετρίτης ήταν Χιώτης στην καταγωγή. Υπηρέτησε με ζήλο ως Επιθεωρητής της Α’ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Ρεθύμνης κι άφησε άριστες αναμνήσεις σε όσους Δασκάλους συνεργάστηκαν κάτω από την εποπτεία και καθοδήγησή του και στην Κοινωνία του Ρεθέμνους. Υπηρεσιακά ήταν αυστηρός, πλην όμως ευγενής, έντιμος, κι ακέραιος. Καταρτισμένος πολύ καλά. Δίκαιος κι αντικειμενικός στις κρίσεις του απέναντι στους υφιστάμενούς του. Σεμνός, τίμιος, ηθικός, και πάνω απ’ όλα Δάσκαλος, που έβαζε τον εαυτό του υπόδειγμα, μπροστά στους υφιστάμενούς του.
    Τότε το Γραφείο του Επιθεωρητή Δημ. Σκολ. Της Α’ Εκπ. Περιφέρειας του Ρεθέμνους στεγαζόταν στο ισόγειο του διδαχτηρίου του Β’ Δημοτικού Σκολειού της πόλης μας, που υπάρχει και λειτουργεί ακόμη επί της λεωφόρου Π. Κουντουριώτη, γνωστού ως «Καμαράκι».  Κατείχε τους δυο χώρους αυτού του παλιού διδαχτηρίου, που βρίσκονται στο βάθος του διαδρόμου και στην ανατολική του πλευρά και τελευταία λειτουργούν ως αίθουσες διδασκαλίας.
    Εκεί το συνάντησα πρώτη φορά ως μαθητής, που μόλις είχα πάρει  το απολυτήριο του Δημοτικού.
    Με δέχτηκε πρόθυμα κ ευγενικά και μ’ άκουσε  με προσοχή.
     - Και βέβαια θα σε πάρομε στην Κατασκήνωση και μάλιστα ως ομαδάρχη!
    Το θάρρος, η παρρησία, η αγνότητα, η σεμνότητα κι ο σεβασμός μου εχτιμήθηκαν από τον οξυδερκή Εκπαιδευτικό.   
    Και νά ‘μαι ομαδάρχη αρχές Ιούλη του 1947 στην Μαθητική Κατασκήνωση στις Πασαλίτες.
     Ο καταυλισμός είχε στηθεί  λίγα μόλις μέτρα έξω από την παρυφή των Πασαλιτών  προς την κατεύθυνση του χωριού  Μελισσουργάκι μέσα σ’ ένα λιόφυτο επίπεδο ανάμεσα σε δυο ρεματιές και σε υψόμετρο περί τα 270 μέτρ’ από την επιφάνεια της θάλασσας. Τον αποτελούσαν στρατιωτικές σκηνές, που χωρούσαν 12-24 κρεβάτια εκστρατείας σε δυο σειρές. Τα κρεβάτια της κάθε σειράς  άφηναν μεταξύ τους ελάχιστο κενό διάστημα.  Ένας στενός διάδρομος χώριζε τη μια ‘πό την άλλη σειρά των κρεβατιών. Στη μέση του διαδρόμου και στις δυο του άκρες υπήρχαν οι τρεις ορθοστάτες, που κρατούσαν τη σαμαρωτή σκεπή του τσαντηριού. Στους δυο ακρινούς ορθοστάτες «μπουρλιάζαμε» και δέναμε τα βράδια το σκοινί, που κρατούσε κλειστά τα δυο φύλλα της κάθε εισόδου – εξόδου του αντίσκηνου. Το σύνολο των σκηνών κατασκηνωτών ήταν γύρω τις είκοσι. Οι σκηνές του προσωπικού ήταν πιο μικρές. Άλλες για δυο κι άλλες  για τέσσερα στελέχη. Αυτές ήταν περιμετρικά του καταυλισμού.   
      Επειδή αυτό το λιόφυτο δεν επαρκούσε, στήθηκαν τα μαγειρεία πίσω από ένα τρόχαλο στο γειτονικό  λιόφυτο. Τραπεζαρία και τέτοια δεν υπήρχαν. Το φαγητό διανεμόταν στις μαθητικές Κοινότητες με χύτρες. Η διανομή γινόταν έξω από τα τσαντήρια από τους ομαδάρχες, με την επίβλεψη και τη συνδρομή των Κοινοταρχών.
     Στην  κάθε σκηνή  διέμεναν μια ή δυο ομάδες κατασκηνωτών.  Οι σκηνές των αγοριών ήταν χωριστές από αυτές των κοριτσιών. Η Διοίκηση είχε φροντίσει να βρίσκονται στην ίδια σκηνή μαθητές ή μαθήτριες που προερχόταν από το ίδιο σκολειό ή από σκολειά γειτονικών χωριών, ώστε να γνωρίζονται μεταξύ τους, να συγχρωτίζονται πιο εύκολα και ν’ αποφεύγονται δυσάρεστα επακόλουθα.
    Οι κατασκηνωτές είμαστε διαιρεμένοι σε Κοινότητες αγοριών και κοριτσιών. Στις Κοινότητες των αγοριών προϊστάμεν’ ήταν Δάσκαλοι Κοινοτάρχες και στων κοριτσιών Δασκάλες Κοινοτάρχισσες, με βοηθούς τους ομαδάρχες και τις ομαδάρχισσες αντίστοιχα. Κάθε Κοινότητα είχε κ ένα όνομα. Όνομα συνήθως εθνικό ή παρμένο από τη φύση. Ανταγωνιζόμαστε μεταξύ μας για το ποια Κοινότητα θα ερχόταν πρώτη στην καθαριότητα, στη διακόσμηση του περιβάλλοντος χώρου της, στην τάξη και την πειθαρχία και τα τοιαύτα.
     
    Εγώ ήμουν ομαδάρχης ομάδας 12 μαθητών, προερχόμενων από το σκολειό των Περιβολίων, που ονομάζεται 8ο Δημ. Σκολ. Ρεθύμνου, από την εποχή, αρχές της δεκαετίας του 1970, που ως Δ/ντής του, συμμετείχα  στο διαχωρισμό των περιφερειών και στην αρίθμηση  των 5ου, 6ου, 7ου, 8ου κ  9ου Δημ. Σκολειών της Πόλης μας).
    Θυμούμαι στην ομάδα μου τους τότε κατασκηνωτές-μαθητές: Μιχάλη Ν. Καλογεράκη, κατοπινό μέλος της Σχολικής Εφορίας του Δημ. Σκολ. Περιβολίων πριν και κατά την περίοδο που το διεύθυνα. Μιχάλη Κοτζαμπουγιούκη, υστερότερα επιπλοποιό και καλό φίλο. Γιώργο Λαδιά, που μαθήτευσε μετά στο κουρείο του Περβολιανού κουρέα Ν. Σαλβαράκη και γίνηκε κουρέας  στο Ρέθεμνος, ώσπου μεταδημότευσε στην Αθήνα. Δυστυχώς η μνήμη μου δε με βοηθά να επαναφέρω σ’ αυτή και τους υπόλοιπους, αρκετών από τους οποίους τα παιδιά δίδαξα κατά την περίοδο που υπηρέτησα στο 8ο (Περιβολίων) Σκολειό του Ρεθέμνους. Όλοι τους μου άφησαν καλές αναμνήσεις και συνεργάστηκαν ως κατασκηνωτές ομαλά μαζί μου. Τόσο, ώστε να πάρομε κ έπαινο μια πρωϊνή, κατά την ανάγνωση της Ημερήσιας Διαταγής από τον Υπαρχηγό της Κατασκήνωσης, ως εργατική, πρόθυμη και πειθαρχημένη ομάδα. Παράλληλα, με την ίδια Η.Δ. μου έγινε παρατήρηση, γι’ ανάρμοστη συμπεριφορά προς τον Κοινοτάρχη μου, όταν ενώ έβλεπε πως η χύτρα του φαγητού είχε αδειάσει, μου ζήτησε να δώσε και δεύτερη μερίδα γάλα στα παιδιά που περίμεναν στην ουρά... Όχι, δεν μου επιβλήθηκε ποινή…
     Βλέπετε, η συγκρότηση της Κοινωνίας των κατασκηνωτών κι ο κανονισμός της κατασκήνωσης ήταν εναρμονισμένα με το στρατιωτικό πρότυπο. Εξάλλου κάποια Στελέχη της είχαν απολυθεί λίγο καιρό πρωτύτερα από τις τάξεις του  «Εθνικού Στρατού», όπου υπηρετούσαν ως αξιωματικοί, χωρίς και να το γνωρίζουν,  τα συμφέροντα της «Δύσης», στην οποία εξακολουθούμε και «ΑΝΗΚΟΜΕΝ». Και για χάρη της οποίας είμαστ’ έτοιμοι να στήσομε άλλο ένα εμφύλιο, προκειμένου να εξακολουθήσει η «Δύση» ν’ αρμέγει και να πίνει το γάλα της παχιάς αγΕΛΛΑΔΑΣ. Σύσσωμος σχεδόν ο Πολιτικός «Κόσμος» - «Ωωω, τι Κόσμος, Μπαμπά!!» - της Ελλάδας αυτής, αυτό αποφάσισε μια βδομάδα υστερότερ’ από την,  έστω και κατά «πλειοψηφία» εκδήλωση της αντίθεσης του Ελληνικού Λαού στο άρμεγμ’ από τους Δυτικούς της αγΕΛΛΑΔΑΣ του, που όμως μεταφράστηκε από τους Χαχάμηδες ως συναίνεση των Ελλήνων σ’ αυτό…
     
     Το πρωί, λοιπόν, είχαμ’ εγερτήριο και, όπως τραγουδούσαμε τότε αυτοσαρκαζόμενοι,
     
     «Πριν ο ήλιος βγει και πριν καλοξυπνήσεις,
    σε ταράζουνε στις πρωϊνές ασκήσεις.
    Σου κουνάνε το μυαλό
    και σε κάνουν παλαβό»…
    Μετά τις πρωϊνές ασκήσεις ακολουθούσε η αναφορά των Ομαδαρχών προς τους Κοινοτάρχες (αναφορά Λόχου) σε παράταξη όλων των Ομάδων της κάθε Κοινότητας χωριστά. Παραταγμένοι κατόπιν πηγαίναμε σ’ ένα πλάτωμα, όπου παρατασσόμαστε  όλες οι Κοινοτήτες (Λόχοι). Εκεί γινόταν η καθημερινή ομαδική προσευχή κ η έπαρση της Σημαίας. Οι Κοινοτάρχες (Λοχαγοί) ανέφεραν στον Αρχηγό (Διοικητή Τάγματος), ό,τ’ είχε σχέση με τη …Δύναμη της Μονάδας. Διαβαζόταν κατόπιν η «Ημερήσια Διαταγή» από τον Υπαρχηγό (Υποδιοικητή - Υπασπιστή). Κι ακολουθούσε η διανομή του πρωϊνού «αναρροφήματος».
    Αυτό το μοιράζαμε οι Ομαδάρχες στα κύπελλα των παραταγμένων κατασκηνωτών από χύτρες, που είχαμε μεταφέρει γεμάτες από τα μαγειρεία με τη βοήθεια δυο κατασκηνωτών της ομάδας μας (αγγαρείες). Μια κουταλιά «αναρρόφημα» στον καθένα και την κάθε μια, παρασκευασμένο από σκόνη γάλακτος του «Σχεδίου Μάρσαλ».
     
     – Ακούστηκε πως και τώρα θα εκπονηθεί από τους Χαχάμηδες της Ευρωπαϊκής παλιανθρωπιάς απομίμηση ανάλογου προσοδοφόρου γι’ αυτούς Σχεδίου Σωτηρίας για την Ελλάδα «ρε, γαμώ το», αλλά δεν άκουσα να πουν αν θα προβλέπει κι ανάλογες του παρελθόντος παροχές, πέραν από την αύξηση του Φ.Π.Α., του ΕΜΦΙΑ, την περικοπή μισθών και συντάξεων κι άλλα σωτήρια μέσα του Λαού από το Λαό για το Λαό. Οπότε κλάψτε τον Παρθενώνα και τους υδρογονάνθρακες.
    Και να Σας πω: Προκειμένου οι Χαχάμηδες να βάλουν «Τζιχαντιστές» να τον κατεδαφίσουν, όπως κατεδαφίζουν στο Ιράκ τ’ ανεπανάληπτα μνημεία της αρχαιότητας, προτιμότερο είναι να τον αφήσουν όρθιο κι ας τον εκμεταλλεύονται οι Βάρβαροι της Ευρώπης, όπως κάνουν και με τα τμήματά του, που ο «Τζιχαντιστής» Βρετανός Ανάλγητος Έλγιν κατέκλεψε και παραχώρησε προς εκμετάλλευση στο Μουσείο του Λονδίνου, που κατέχει ακόμη κι αρνείται πεισματικά να τα επιστρέψει όπου ανήκουν. Αλήθεια που είναι η UNESCO, που αποσκοπεί στην προστασία των ΜΝΗΜΕΙΩΝ της «Παγκόσμιας Κληρονομιάς»; Ακούσατε να πει κουβέντα ή να ενεργήσ’ υπέρ της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα ή να διαμαρτυρηθεί, έστω στον Αράπη, για τις κατεδαφίσεις και τις ολοκληρωτικές καταστροφές των Μνημείων «Παγκόσμιας κληρονομιάς», που κάνουν ακόμη και με «κομπρεσέρ» και σκαπτικά εργαλεία οι «Τζιχαντιστές» στο Ιράκ; Που βόσκουν οι «Πρέσβειρες καλής θελήσεως» (!); Γιατί  έχουν μουγκαθεί;-…
    Αν παρέμενε στη χύτρα περίσσευμα, έπαιρναν και δεύτερη κουταλιά, όσοι προλάβαιναν, παρατασσόμενοι με σειρά προτεραιότητας στην ουρά της παράταξης…
    Μετά το πρωινό, άρχιζε η εφαρμογή του ημερήσιου ωρολόγιου προγράμματος.
    Οι Κοινοτάρχες έπαιρναν εμάς τους Τρόφιμους της Κατασκήνωσης και μας οδηγούσαν κατά Κοινότητα σε κάποιο κατάλληλο μέρος του ευρύτερου φυσικού περιβάλλοντος και μας δίδασκαν. Έτσι, όπως κάνουν και στα Τάγματα νεοσυλλέχτων (θεωρία).
    Θυμούμαι από τους Κοινοτάρχες το Μεταξάκη, από τις Κοινοτάρχισσες τη Στέλα Δαφέρμου. Τον αδελφό της Στέλας, το Λευτέρη, κατοπινό Επιθεωρητή Δημ. Σκολ., που μας μάθαινε τραγούδια και συνόδευε το μέλος  με το βιολί του. Δε θυμούμαι όμως αν ανήκε στο προσωπικό της Κατασκήνωσης ή αν ήταν κάτι σαν τους «Επισκέπτες Καθηγητές» Πανεπιστημίων.
     Ο Λευτέρης κ η Στέλα ήταν παιδιά του Επιθεωρητή Δημ. Σκολ.  του Ρεθέμνους κατά τη δεκαετία του 1920 Γεωργίου Δαφέρμου. Αδέλφια νεότερα του καθηγητή Δημήτρη, που κι αυτός έπαιζε το βιολί του  και παρέδιδε και μαθήματα βιολιού στο σπίτι του, που ήταν τότε στο Καμαράκι. Όλ’ η αδερφοσύνη είχαν μέσα τους ανησυχίες καλλιτεχνικές και πνευματικές. Επιδόθηκαν στα Γράμματα κι άφησαν ίχνη πολιτισμού. Γαλούχησαν και παραδειγμάτισαν με το αξιόλογο έργο τους τις νεότερες γενιές. Ιδιαίτερα ο Λευτέρης, που με την επανέκδοση και κυκλοφορία του περιοδικού «Προμηθεύς ο Πυρφόρος» -Ιδρυτής και πρώτος εκδότης ο Πατέρας του - και την αγάπη που έδειχνε προς τα παιδιά, καταξιώθηκε κι ως εκπαιδευτικός κι ως άνθρωπος των γραμμάτων. Δίδασκε στους κατασκηνωτές ιστορίες θρησκευτικές και χριστιανικά τραγούδια. Θυμούμαι: «τα Χριστιανόπουλα», που τραγουδούσαμε σε ρυθμό εμβατηρίου:
     «Τα Χριστιανόπουλα θα πάμε με φτερά
    να πούμε μήνυμα που φέρνει τη χαρά.
    Τίποτε στο δρόμο δε μας σκιάζει.
     Ούτε μπόρα, ούτε το χαλάζι.
     Έχομε μαζί μας το Χριστό,
     Σύντροφο χαράς, πατέρα κι αδελφό.»…
    Μαθαίναμε ακόμη κι άλλα τραγούδια. Άλλα εύθυμα κι άλλα πατριωτικά.
    Από τα «εύθυμα» ήταν το «Μικρό καράβι», που έλεγε πως:
     «Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αταξίδευτο. Οε-οέ, οε-οέ!...».
    Κι αυτό το τραγουδούσαμε σε ρυθμό εμβατηρίου, καθώς περπατούσαμε σε παράταξη κατά τον πηγαιμό μας σε μικρή εκδρομή ή κατά την επιστροφή μας  στον καταυλισμό.
    Τυχαία έπεσε στην αντίληψή μου πριν από λίγες μέρες ανάρτηση της ιστοσελίδας «Τρομακτικό», που ενημερώνει ότι ο στίχος αυτός:
     «ανάγεται σε μια πραγματική, φριχτή ιστορία του...19ου αιώνα.
    Το γνωστό παιδικό άσμα είναι αντιγραφή από το γαλλικό ομώνυμο τραγούδι («Il était un petit navire»), το οποίο παραπέμπει στην τραγική ιστορία της φρεγάτας «Μέδουσα», που ναυάγησε στις 2 Ιουλίου του 1816 στα ανοιχτά της Μαυριτανίας και οι επιζήσαντες έκαναν… πράξη το συγκεκριμένο αθώο φαινομενικά, στίχο.
    Επί αρκετές ημέρες, σε μία αυτοσχέδια σχεδία, θαλασσοπνίγονταν στην κυριολεξία, ενώ όταν «σώθηκαν όλες οι τροφές», παρατηρήθηκαν φαινόμενα κανιβαλισμού.
    Τελικά, από τους 400 ναυτικούς (που θα εποικούσαν τη Σενεγάλη), οι 10 που επέζησαν στα ανοιχτά των αφρικανικών ακτών, είχαν να διηγηθούν φριχτές ιστορίες για τον κλήρο που έριχναν για να δούνε ποιος θα φαγωθεί…»!!!
    Οι στίχοι αυτοί ομολογούν ότι:
    «…Και τότε ρίξανε τον κλήρο
    να δούνε ποιος θα φαγωθεί.
    Οε-οέ, οε-οέ!
    Κι ο κλήρος έπεσε στο Γιάννη,
     που ήταν αταξίδευτος!
    Οε-οέ, οε-οέ»…
     
    Άλλο τραγούδ’ ήταν η «Φρεγάτα», που έλεγε πως:
    «Ήτανε μια φρεγάτα, παιδιά, ήτανε μια φρεγάτα.
    Γλάρο τη λέγανε, καλέ μια καντηλίτσα.
     Γλάρο τη λέγανε, καλέ μια καντηλιά…»
    Αυτό το τραγουδούσαμε πιασμένοι χέρι με χέρι και κάναμε κινήσεις του σώματός μας δεξόζερβα, μιμούμενοι τις κινήσεις σκάφους σε φουσκοθαλασσιά.
    Κάποια φορά που επισκέφτηκε την Κατασκήνωση ο Επιθεωρητής Κ. Πετρίτης, μας δίδαξε τη «Γερακίνα». Τραγούδι, που έλεγε πως:
    «Κίνησε η γερακίνα για νερό, κρύο να φέρει.
     Ντρούνγκου, ντρούνγκου, ντρούνγκου, ντρουν,
     τα βραχιόλια της βροντούν…».
    Εμείς διασκεδάζαμε με το ντρούνγκου, ντρούνγκου, και με τον ιδιαίτερο τρόπο που το τραγουδούσε ο αξέχαστος αυτός εκπαιδευτικός, με αστείες χειρονομίες. Τραγουδούσαμε και χορεύαμε το «Γερακίνα» σε ρυθμό Καλαματιανού. Και δεν ήταν ο Καλαματιανός μόνο που διδαχτήκαμε και χορεύαμε, αλλά κι ο σιγανός και πηδηχτός Πεντοζάλης και παιδικοί άλλοι χοροί και παιδικά τραγούδια.
    Κάναμε κ εκδρομές. Η πιο μακρινή κι αξιόλογη από αυτές που πραγματοποιήσαμε ήταν η επίσκεψή μας στο χωριό Μελισσουργάκι. Ήταν Κυριακή κ εκκλησιαστήκαμε στο Ναό του χωριού, που είναι αφιερωμένος  στο Μεγαλομάρτυρ’  άι Γιώργη. Έψαλε ο ντόπιος Δάσκαλος του χωριού Νικήστρατος Αλισανδράκης ή Αλισσανδράκης ή Αλυσανδράκης (1914-2003).  Αυτός μας είχε καλέσει…    
    Σημαντικό πρόβλημα ήταν για τους κατασκηνωτές η προμήθεια νερού. Ο τόπος ήταν στεγνός. Κ η  μοναδική αξιόλογη πηγή νερού βρισκόταν στο βάθος της ρεματιάς, στ’ ανατολικά του καταυλισμού. Έτσι, για να φτάσει ως το ύψος της κατασκήνωσης το νερό, κάποτε  σε ανεπαρκή επάρκεια, χρειαζόταν δυο μεταφορικά ζώα, γαϊδούρια στην προκείμενη περίπτωση, κ ισάριθμοι αγωγιάτες. Μετέφεραν το νερό, με τέσσερις κανίστρες φορτωμένο καθέν’ από τα γαϊδούρια, που ανεβοκατέβαιναν όλη τη μέρα  στη ρεματιά…
    Ο εφοδιασμός του καταυλισμού είχε στεγαστεί σ’ ένα σπίτι, λίγο υπερυψωμένο από το επίπεδο του χωματόδρομου, και βρισκόταν στην έξοδο του χωριού προς την κατεύθυνση  του καταυλισμού. Την ευθύνη της αποθήκης αυτής είχε ο Δάσκαλος Βασίλης Περισσάκης από το Παγκαλοχώρι. Ο Βασίλης είχε απολυθεί από το Στρατό,  που υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, λίγο πρωτύτερα, για να επανέλθει πάλι στις τάξεις του υστερότερα, και να υπηρετήσει ως αξιωματικός μόνιμος εξ εφέδρων μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Ήταν αδελφός του Δασκάλου Παγκαλοχωρίου Στέλιου Περισσάκη. Του επίσης αξιωματικού ναυτικού Γιώργη, που σκοτώθηκε μαχόμενος για ξένα συμφέροντα κι αυτός.  Και της Κατίνας, που παντρεύτηκε τον πρωτοξάδελφό μου Κων. Δημ. Καλλέργη από τη Λούτρα.
     Ο Βασίλης πήρε γυναίκα του την Παγώνα, κόρη του χτηματία κ εμπόρου Γιώργη Ιωσήφ Δοκιμάκη, από την Κυριάννα. Πρωτοξαδέρφη της γυναίκας μου. Υπηρέτησε και στο Ρέθεμνος κι αποστρατεύτηκε με βαθμό αντισυνταγματάρχη, αν δεν κάνω λάθος…
     
    Η Μάνα μου, δεν ξέρω το πώς, αλλά τα κατάφερε να ειδοποιήσει τη Μαριγώ, την αδελφή της Μάνας της και γιαγιάς μου  Κατερίνης, που ζούσε στην Καλανταρέ.
     Τη λυγερή, βιτσάτη, χεροδύναμη και σβέλτη σαν ελάφι Μαριγώ, το γένος Ορφανουδάκη, την είχε συναπαντήξει ο Γιαννάκος Σταυρουλάκης από την Καλανταρέ σε μάζωξη στ’ Αρκάδι. Μια μάζωξη με πρόσχημα το προσκύνημα και σκοπό την οργάνωση της Επανάστασης. Τη ρέχτηκε! Όχι την επανάσταση, αλλά τη Μαριγώ! Και κατ’ αυτή την τελευταία, την επονομαζόμενη και «ΤΥΧΕΡΗ», επανάσταση της Κρήτης κατά των Τούρκων (1896-1898), βρήκε την ευκαιρία και την έκλεψε από τον Κρασούνα!
     Στον Κρασούνα, όπου τα λημέρια των Καλλεργών, είχε καταφύγ’ η οικογένεια του Παππού μου Νικολάκη Καλλέργη από τη Λούτρα, μαζί  κ η κουνιάδα του Μαριγώ, για να σωθούν από το χαμό που γινόταν στο Κατωμέρι.
    Ο Νικολάκης, μαζί με τον κουνιάδο του Ορφανουδοστελιανό, ήταν ενταγμένοι στην ομάδα του Μαραγγου(δάκη) από τη Λούτρα κι απασχολημένοι στην Επανάσταση. Η Κατερίνη, με όσ’ από τα δεκατέσσερα  παιδιά της είχε προλάβει να κάμει και της ζούσαν ακόμη και την αδελφή της τη Μαριγώ, έμειναν κοντά στο σόι του Νικολάκη. Όμως, ενώ όλοι γνοιαζόταν για τ’ άρματα, ο Γιάννης γνοιαζόταν για την …πίττα! Έτσι καιροφυλαχτούσε και κάποια στιγμή βρήκε …αφύλαχτη τη Μαριγώ και την έκλεψε! «Σέρνε με, κι ας κλαίω κιόλας»!...
     Τώρα ποιος έκλεψε τον άλλο, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω…
    Ένα, λοιπόν, πρόσχαρο κι ηλιοφώτιστο πρωϊνό μιας ώριας  Κυριακής, είδα να συνοδεύει κάποια  Δασκάλα Κοινοτάρχισσα μια μακρύφυλλη στεγνή στημονερή γερόντισσα, που την ακολουθούσε κ έν’ αγόρι της ηλικίας μου πολύ σεμνό και συνεσταλμένο. Την  κεφαλή του αγοριού κάλυπτε  ένα ωραίο ψαθάκι κ ήταν πολύ φροντισμένο το ντύσιμό του.
      Έκπληχτος είδα να με δείχνει η Δασκάλα και την άκουσα που είπε στη γερόντισσα: «Αυτός είναι».
    Έμεινα επί τόπου αμήχανος, λέτε και μ’ έδειξε Κουκουλοφόρος Γκεσταμπίτης σ’ εχτελεστικό απόσπασμα ΝΑΖΙ! Τι κακό να είχα διαπράξει και μ’ αναζητούσε κείν’  η γερόντισσα, που στο ένα χέρι της κρατούσε μια μακριά  καλοδουλεμένη ακουμπιστήρα;!
    Με πλησιάζε με  σταθερό αντρίστικο περπάτημα κ ύφος, που δε μπόρεσα να καταλάβω αν έρχεται ως φίλος ή εχθρός και γι’ αυτό δεν άφην’ από τα μάτια μου το ραβδί που κρατούσε, ενώ αιστανόμουν τα πόδια μου να κουτσουκλίζονται.
     Όταν πλησίασε πιο κοντά διέκρινα στο πρόσωπό της σημάδια του προσώπου της γιαγιάς μου.  Αλλά η γιαγιά μου είχε πεθάνει έξι χρόνια πρωτύτερα, κατά το χειμώνα του 1941, από τη ...χαρά της!
     Η αμηχανία μου μεγάλωσε.
     - Εσύ ‘σαι ο Μαρίνος μας;! Μου είπε με κοφτό τρόπο κι αγέλαστο πρόσωπο.
    - Ναι, γιαγιά! Της απηλοήθηκα χωρίς να το σκεφτώ, μέσα στη σαστιμάρα μου.
    Αναστηλώθηκε. Κοντοστάθηκε. Με ζύγιαζε. Τα μάτια της γυαλίσανε. Το πρόσωπό της συσπάστηκε. Τα χείλια της τεντώθηκαν σ’ ένα περίεργο  μορφασμό. Ας πούμε χαμόγελο.  Άραγε να της φάνηκα λίγος;!
    - Ίντα κάνεις αντράκι μου;» Φώναξε με δυνατή φωνή και συνέχισε: «Εγώ ‘μαι η Μαριγώ, η γιαγιά του Αγγελή». Πρόσθεσε κι ανασήκωσε την αριστερή της χέρα, με την οποία κρατούσε τη δεξιά του αγοριού, που την ακολουθούσε, σα να ήθελε να μου δείξει ποιος ήταν ο Αγγελής. Κι αυτός με παρατηρούσε βουβά, σα να σκεφτόταν: «Άι στο Διάολο. Καταπονώ σε!»… 
     Ωστόσο είχε φτάσει  στον τόπο που έστεκα σαν ηλίθιος. Ανάπιασε τη βέργα της που εξακολουθούσε να την κρατεί στη δεξιά της χέρα, την οποία κι ανασήκωσε μαζί με τη βέργα. Εγώ ασυναίσθητα πισωπάτησα.  Αυτή όμως  με πρόφτασε. Μ’ έκαμε μιαν «αγκαλέ» μ’ αυτή της τη χέρα, χωρίς να εγκαταλείψει την ακουμπιστήρα της, που την ένιωσα να με πιέζει σ’ ολόκληρη την πλάτη, από το πισοκαύκι ως τα κωλομέρια! Ούτε το χέρι του Αγγελή, που κρατούσε με την αριστερή της εγκατέλειψε!  Μ’ έσφιξε και με φίλησε στο κούτελο!
    - Κοπέλι μου! Κοπέλι μου!... αναφώνησε με τρεμουλιαστή φωνή και δακρυσμένα μάτια, σα να ήμουνα λείψανο!  Κι αμέσως άλλαξε ύφος και με ρώτησε:
    - Ίντα κάνει, μωρέ, η Μάνα σου;… Θωρείς πότε λίγο τη θειά σου την Αυγενιά;… Καλά τα πάει αυτή;…
    Η καρδιά μου γύρισε στον τόπο της. Δεν είχε κακή πρόθεσ’ η γιαγιά του Αγγελή. Εξάλλου για πρώτη φορά έβλεπα την Αφεδιά του και δεν ήξερα να του είχα κάμει κάποιο κακό, ώστε ν’ αποζητά ικανοποίησ’ η γιαγιά του…
    -Τση Μάνας σου μοιάζεις! Συνέχιζε να με βομβαρδί’ η γιαγιά, ενώ εξακολουθούσε να μου χαϊδεύει το κεφάλι και να με παρατηρεί από τα νύχια ως την κορφή, ως περίεργο …«ούφο». Αυτή της η διαπίστωση, που είχα ξανακούσει από διαφορετικά στόματα δεκάδες φορές πρωτύτερα, μ’ ενοχλούσε φοβερά, γιατ’ ήθελα να μοιάζω του Πατέρα μου. Ήταν όμως μια μη αναστρέψιμη πραγματικότητα, όπως τα επαχθή «Μνημόνια»…
    Πήρα το χέρι της και το φίλησα, όπως μ’ είχε δασκαλέψ’ η Μάνα μου να κάνω σε κάθε συνάντησή μου με ηλικιωμένο σεβαστό συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο.
    -Καλά ‘μαι, καλά ‘μαι!... Καλά ‘ναι κι αυτές!... Μπόρεσα να ψελλίσω κάποια στιγμή. Και στη συνέχεια χαιρετίστηκα και με τον Αγγελή, το ξαδελφάκι μου, που ήταν γιος του θείου Νίκου, του γιου της γιαγιάς Μαριγώς. Τον Αγγελή. Τον Άγγελο Σταυρουλάκη! Το φίλο τον καλό, που υστερότερα συγκατοικήσαμε στου μπάρμπα μας του Καλλεργογιώργη το σπίτι ως μαθητές γυμνασίου. Και παραϋστερ’ ανανεώσαμε τη φιλιά μας στην Αθήνα. Δάσκαλος μετεκπαιδευόμενος εγώ, ζωγράφος και χαράχτης αξιόλογος αυτός, προερχόμενος από τη  Σχολή των Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με δάσκαλό του το Γραμματόπουλο…
    Καλή Σου ώρα ξάδερφε και φίλε αγαπητέ!...
     
    Παρά και τις ελλείψεις της, η κατασκήνωση αυτή των Πασαλιτών μου άφησε καλές αναμνήσεις, που χαράχτηκαν στο μυαλό μου. Είχα να διηγούμαι γι’ αυτή πολλά και για καιρό στο φιλικό κ οικογενειακό περιβάλλον μου. Και, όπως διαπιστώνετε από τα παραπάνω, παραμένουν ακόμη άσβηστες οι θύμησές μου από αυτή.
     Ακόμη κ η κακή ανάμνηση, που μου άφησε ο τότε έφηβος αλητάμπουρας Νίκος Μαμαγκάκης,  ο επιλεγόμενος «Μαμάγγος», που παρεπιδημούσε τότε στην Κατασκήνωση. Τώρα πια αυτός γίνηκε κ είναι ονομαστός καλλιτέχνης, μουσικοσυνθέτης, που τιμά και τιμάται ιδιαίτερα από το Ρέθεμνος, που  έχει αφιερώσει στην εντιμότητα και στην προσφορά του  τη χρονιά που διερχόμαστε…
     
    Αλλά έφτασα κιόλα στον πάτο της δεύτερης σελίδας και τόσο η Γιωργία, όσο κ  η Αθηνά θα θυμώσουν αν επεχταθώ και σε τρίτη…
     Γειά Σας το λοιπόν, κι άλλη «βολά» θα Σας γράψω κι άλλα…
     
                                                     Γράφτηκε στις 12.7.2015.
     
     
     
     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου