Μαθητικές Κατασκηνώσεις - 2
Μέρωνας –Α’
Σχεδόν παράλληλα με τη
μαθητική κατασκήνωση των Πασαλιτών λειτούργησε και δεύτερη κατασκήνωση από τη
Β’ Εκπαιδευτική Περιφέρεια του Νομού Ρεθύμνου στο Μέρωνα του Αμαρίου.
Επιθεωρητής της Περιφέρειας αυτής ήταν τότε ο Κασιμάτης. Άνθρωπος, που φερόταν
στους Δασκάλους της Περιφέρειας κατά τρόπο σκαιό. Ωστόσο έστησε την κατασκήνωση
στο Μέρωνα, παρά και τις αντιδράσεις κάποιων κατοίκων του χωριού με γραβάτες…
Η κατασκήνωση στήθηκε στη θέση
Άγιος Νικόλαος, όπου και ξωκλήσι του Αγίου και μια θαυμάσια πηγή, που
τροφοδοτούσε με άφθονο γάργαρο κ εξαιρετικής ποιότητας δροσερό νερό, που τότε το χρησιμοποιούσαν και
για πότισμα περιβολιών, που βρισκόταν μακρύτερα και σε πολύ πιο χαμηλό
υψόμετρο. Ήταν τόσο κρύο το νερό της πηγής αυτής μέσα στο καλοκαίρι, που βάζαμε
το χέρι μας κάτω από την κουτσουνάρα και μετρούσαμε ποιος θ’ αντέξει να το
κρατήσει πιο πολύ ώρα στη ροή του κρύου νερού. Όμως ούτ’ ένας άντεχε πέραν από ελάχιστα δυο λεπτά της ώρας
περίπου. Αρκετά από τα καρπούζια, που έβαζαν στη μικρή γούρνα που έπεφτε το
νερό για να δροσιστούν, έσκαζαν από την απότομη αλλαγή θερμοκρασίας…
Η θέση αυτή βρίσκεται κάτω από
τον επαρχιακό δρόμο, που οδηγεί από το Μέρωνα προς Ελένες – Γερακάρι – Άνω
Μέρος, σε μικρή απόσταση από το Μέρωνα. Κάτω κι απέναντι από το νεκροταφείο του
Μέρωνα υπήρχε τότε διακλάδωση κι από αυτή ξεκινούσε χωματόδρομος κατάλληλος και
για τροχοφόρα, που οδηγούσε μέσα στην κατασκήνωση.
Ο Τόπος είναι επικλινής και
σχηματίζει πεζούλες επίπεδες, πάνω στις οποίες ήταν στημένες οι σκηνές των
κατασκηνωτών, που περιέβαλαν το Ναϊσκο
του Αγίου Νικολάου.
Στο πιο ψηλό επίπεδο ήταν τοποθετημένη η Σκηνή
– Αρχηγείο.
Τώρα, πως βρέθηκα κατασκηνωτής
σ’ αυτή την κατασκήνωση το καλοκαίρι του 1948
δεν είμαι σε θέση να Σας εξιστορήσω. Πολλές αναμνήσεις δεν έχω από αυτή. Το πιο
επώδυνο περιστατικό που θυμούμαι
είναι αυτό, που μου συνέβη μια Κυριακή
πολύ πρωί.
Ένας έντονος πόνος στο δεξιό
μέρος της κοιλιάς μου μ’ είχε ξυπνήσει αξημέρωτα! Ύστερ’ από κάμποση ώρα
χτύπησε το καμπανάκι του Ναϊσκου της κατασκήνωσης και καλούσε τους κατασκηνωτές
σε λειτουργία, που θα τελούσε ο εφημέριος του Μέρωνα. Αμέσως μετά το
καμπανοχτύπημ’ ακούστηκαν άγριες υβριστικές φωνές από το Αρχηγείο, που
απευθυνόταν από τον κύριο Επιθεωρητή προς το Προσωπικό της κατασκήνωσης, γιατί
κατά τη γνώμη του Δασκάλες και Δάσκαλοι θα έπρεπε να βρίσκονται ήδη στις θέσεις τους πριν από το καμπανοχτύπι
και να είχαν αναλάβει τις «εντεταλμένες υπηρεσίες». Να φρόντιζαν για την
έγκαιρη αφύπνιση των κατασκηνωτών και την προετοιμασία τους για την προσέλευσή
τους στο Ναό.
Πανικός! Πανικός, που μεταδόθηκε από το πανικοβλημένο
Προσωπικό και στους κατασκηνωτές! Εκτυλίχτηκαν σκηνές απείρου κάλους με πολλούς
κάλους! Δασκάλες και Δάσκαλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι από σκηνή σε σκηνή να
ξυπνήσουν τα παιδιά, βιάζοντάς τα σε γρήγορη ετοιμασία κι άμεση παράταξη!
Κάποιες Δασκάλες έκλαιαν κιόλας! Κάποιοι Δάσκαλοι έτριζαν τα δόντια τους! Ενώ
οι φωνές του κυρίου Επιθεωρητή συνεχιζόταν πιο έντονες και με χαραχτηρισμούς
«λίαν κοσμίους» κι αξιοπρεπείς!...
Τι θα πει νυχτερινή άσκηση
συναγερμού σε στρατόπεδο νεοσυλλέχτων, με τις σάλπιγγες να καλούν στα όπλα και
τους επιλοχίες των λόχων με τη ζωστήρα στα χέρια να βαρούν τους καθυστερημένους
για να τρέξουν ταχύτερα!..
Σηκώθηκα τρομαγμένος! Όμως μου
ήταν αδύνατο να περπατήσω από αυτό τον οξύ κ επίμονο πόνο! Έμεινα πίσω από τους
άλλους. Και μπουσουλώντας με τα τέσσερα έφτασα
ως το Εκκλησάκι, αβοήθητος κι απαρατήρητος από το αναστατωμένο και
πανικοβλημένο Προσωπικό. Κάθισα κατάχαμα κ έκλαια. Παρακαλούσα το Θεό να με
γιατρέψει και να γυρίσω στο σπίτι μας…
Πριν από το τέλος της λειτουργίας αιστάνθηκα
καλύτερα. Ο πόνος μου «παγούριανε». Λιγόστεψε και μ’ άφησε, ώστε να μπορέσω να
σταθώ στα πόδια μου και να πάψω να κλαίω…
Υπήρξαν όμως κ ευχάριστα
γεγονότα. Η Μάνα μου είχε κάμει πάλι το θαύμα της. Συνέγειρε το Καλλεργέϊκο του
Μέρωνα και μια γερόντισσα Καλλέργα, η Αθηνά, συντροφευμένη κι από δυο παιδιά,
που θαρρώ πως ήταν εγγόνια της κατέφθασε στην κατασκήνωση σε αναζήτησή μου!
Με την άδεια του Αρχηγού τους
ακολούθησα στο Μέρωνα. Με φίλεψαν. Με πήραν και πήγαμε στο αμπέλι τους. Ήταν πολύ κοντά στην είσοδο του
χωριού. Πάνω ακριβώς από τον κεντρικό επαρχιακό δρόμο, που φτάνει σ’ αυτό από την πλευρά της Αγιά
Φωτεινής. Κόψαμε και φάγαμε σταφύλια, σύκα κι από κάτι
χαμωτές μηλιές μήλα μυρωδάτα σε σχήμα τροχών «γουρούνας», που ήταν ακόμη άγουρα.
Η δεύτερη φορά, που με ξαναπήραν κ
επισκεφτήκαμε πάλι το αμπέλι, συνέβη προς το τέλος της κατασκηνωτικής περιόδου.
Με πήγαν κοντά σε κάποιες αχλαδιές μιας
ποικιλίας πρωτόγνωρης σε μένα και νεοφερμένης μάλλον και στον τόπο. Ήταν οι
αχλαδιές, που παράγουν τ’ αχλάδια που λέμε
κρυστάλλια. Αυτή η ποικιλία είναι όψιμης παραγωγής. Και, όπως μου
εξήγησαν, δεν αφήνουν τους καρπούς πάνω στα δέντρα ώσπου να ωριμάσουν, αλλά
τους κόβουν άγουρους ακόμη. Τους αφήνουν σε δροσερό και ξηρό τόπο και τ’
αχλάδια ωριμάζουν. Γίνονται μαλακά, εύγευστα και δροσιστικά. Έκοψαν αρκετά, καθώς
και μήλα, και μου τα έδωσαν να τα κρατώ δείγμα στον Πατέρα μου…
Η κατασκήνωση αυτή έπαψε
υστερότερα να λειτουργεί, από οικονομικούς λόγους ή από τις αντιδράσεις που
αντιμετώπιζε. Έτσι, πιθανόν είναι να συγχωνεύτηκε μ’ αυτή της Α’ Εκπαιδευτικής
Περιφέρειας, που από το καλοκαίρι του 1949 λειτούργησε στο Αρκάδι ή να
μετατοπίστηκε στη Σχολή Ασωμάτων.
Υστερότερα όμως
επαναλειτούργησε η κατασκήνωση στο Μέρωνα κάτω από άλλο φορέα. Για την επαναλειτουργία
της θ’ αναφερθώ στο επόμενο άρθρο μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου