Μια νύχτα του 1943
Είχαμε δειπνήσει.
Ο Πατέρας μου είχε ρίξει αρκετά ξύλα
στο τζάκι κι αυτό ανταποκρινόταν στις προσδοκίες μας. Είχε δημιουργήσει μια
ζεστασιά ευχάριστη και κείνο το παγερό βράδυ του Δεκέμβρη.
Έξω μαινόταν άγριος βοριάς. Ολόκληρη την προηγούμενη μέρα έριχνε ριπές ανέμου εμπλουτισμένου με στούπα. Και συνέχιζε και τη νύχτα με αστραπόβροντα και χαλάζι. Δεν είχαν μπορέσει να βγουν οι χωριανοί στα λιόφυτα. Μαζώχτρες και κουβαλέδες, χουχούλιαζαν στις παραστιές και στα μαγκάλια τους. Και τα ζωντανά μένανε σταυλιασμένα ολημερίς.
Η Μάνα μου φρόντισε πριν σκοτεινιάσει και ταχτοποίησε καλά τις μαξιλάρες του καναπέ στα τζαμιλίκια των πορτοπαράθυρων. Πρόσεξε καλά, ώστε να μη μείνει χαραμάδα, που ν’ αφήνει να περνά μέσα ή όξω ούτε αχτίνα φωτός. Έτσι, αφού εξασφάλισε πλήρη τη συσκότιση, όπως έκανε κάθε βράδυ, ήρθε κι αυτή στο τζάκι.
Τη βάση του τζακιού αποτελούσε κομμάτι από το κατωμύλι λιοτριβιού, που ο Πατέρας μου είχε προσαρμόσει στη ΒΑ γωνία του δωματίου κ ήταν πιο ψηλό περί τους εικοσιπέντε πόντους από το τσιμεντένιο δάπεδο. Η εξωτερική του πλευρά ήταν καμπύλη κι ανάγλυφη από τα νύχια της τσαπέτας, που ο μάστορας το είχε σμιλέψει. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, και προς τη γωνία του σπιτιού, ήταν χτισμένοι οι παραστάδες της παραστιάς, πού τους αποτελούσαν δυο πελέκια μαλακής πέτρας. Μαλακής, ώστε τα πελέκια να μην ασβεστοποιηθούν από τη φωτιά, που ανάμεσά τους συνέχιζε να καίει ασταμάτητα όλο το χειμώνα. Στο μέσα μέρος, που ήταν η γωνία του σπιτιού, ήταν τρίτο πελέκι από την ίδια πέτρα, τριγωνικό και προσαρμοσμένο. Έφραζε την ορθή γωνία των τοίχων, ώστε να μη μεταφέρεται σ’ αυτούς η λαύρα. Αυτά τα πυρομάχια περιόριζαν τα κάρβουνα και σήκωναν απάνω τους τα μολυβωτά πήλινα τσικάλια και τα γανωμένα μεταλλικά τηγάνια και λοιπά σκεύη. Ο πυρόμαχος τόπος άφηνε περί τους εξήντα πόντους περίπου ποδιά πάνω στη μηλόπετρα σα δικό του μπαλκόνι. Πάνω στο ανατολικό τμήμα αυτού του «μπαλκονιού» τοποθετούσα το σκαμνάκι μου και κάθιζα να πυρώνομαι, για να μην εργώ (κρυώνω) κάθε βράδυ, ώσπου να πάω να κοιμηθώ. Το σκαμνάκι αυτό ήταν κατασκεύασμα του Πατέρα μου από κομμάτια ξερού βλαστού του άρτηκα, που ήταν αυτοφυής στα χείλια της ανατολικής όχθης του χειμάρρου, που αποτελούσε το δυτικό σύνορο του σωχώρου μας. Ήταν πολύ αλαφρό κ έτσι μπορούσα να το σηκώνω και να το μεταφέρω ακόμη και στο σκολειό. Τα θρανία που είχαμε δεν επαρκούσαν για όλες τις τάξεις, παρ’ όλο που τα παιδιά καθόταν τρία στο κάθε θρανίο. Γι’ αυτό πολλοί καθότανε κατάχαμα κι άλλοι κουβαλούσαμε τα σκαμνάκια μας…
Στον ανατολικό τοίχο κάτω από την καμινάδα του τζακιού, πιο μέσ’ από το καμιναδόξυλο ήταν η μπρόκα, που σ’ αυτή κρεμούσαμε τα βράδια το λύχνο. Ήταν πιο δεξιά από το μέρος, που τοποθετούσα το σκαμνάκι μου, ώστε κ εγώ να βλέπω να διαβάζω και να ζεσταίνομαι κιόλας, αλλά κ η Μάνα μου να θωρεί μέσα στο τσικάλι να μην κάψει το φαγητό. Ο λύχνος ήταν έτοιμος από νωρίς. Είχε μακρύ το φιτίλι και το γουρνάκι του γεμάτο τηγανόλαδο ή αποστραγγίδια τρυγιάς. Πήρεν η Μάνα μου ένα δαυλουράκι φουνταναμμένο. Το σίμωσε στο γλωσσίδι του λύχνου και τον άναψε.Ο λύχνος αυτός είχε μόνο ένα γλωσσίδι. Φώτιζε απαλά και μαζί με τη φωθιά του τζακιού δημιουργούσαν μια ζεστή, θαλπωρή, ατμόσφαιρα ηρεμίας κι ασφάλειας. Υπήρχαν βέβαια και λύχνοι με δυο και με τρία, ακόμη και με τέσσερα γλωσσίδια, όπως αυτοί, που φωτίζανε τα λιοτρίβια ή άλλους χώρους μεγάλους, κρεμασμένοι με τρείς ή τέσσερες αλυσίδες από τα μεσοδόκια. Στην άλλη μπάντα του τζακιού, την προς το βορινό τοίχο του σπιτιού, και κάτω από το καμιναδόξυλο κρεμόταν η αλατσερή, ώστε να ‘ναι χρόνο καιρό κοντά στη φωθιά, για να μην πάρει υγρασία τ’ αλάτσι. Η αλατσερή αυτή ήταν από ξερό φλασκί, αυτό που λέμε «τσούκο», βαμμένο και τρυπημένο κατάλληλα. Έτσι να μπορεί να κρεμαστεί από το πλάϊ της σωληνωτής του απόφυσης και να μπαινοβγάζομε τ’ αλάτσι από το στόμιο, που είχαν ανοιγμένο πιτήδεια χαμηλά στ’ αντικρινό μέρος της τρύπας απ’ όπου κρεμούσαμε το φλασκί. Ίδια στη βάση του σωληνωτού λαιμού, που ενώνεται με την κεφαλή του φλασκιού και την κρατεί ανάποδα. Από αυτή τη θυρίδα – στόμιο γεμίζαμε αλάτι το φλασκί, αφού αφαιρούσαμε πρώτα τους σπόρους και καθαρίζαμε το εσωτερικό του τσούκου. Η θυρίδα καλύπτεται από κομμάτι άλλου φλασκιού, που ταιριάζει στο μέγεθός της και κρέμεται με σπάγκο από το λαιμό του τσούκου…
Αφού ταχτοποίησεν η Μάνα μου το κάθε τι, μου φώναξε, κ’ εγώ πήγα κ έκατσα στο σκαμνάκι μου. Ο Πατέρας μου καθόταν ήδη προς τ’ αριστερά. Κοντά στο βορινό τοίχο. Έτσι, ώστε να βλέπει λοξά σε όλο το βάθος του δωματίου, για να ελέγχει εύκολα και τις δυο αντικριστές πόρτες. Αυτή την εξώπορτα προς το σώχωρο δυτικά και την απέναντί της μεσόπορτα, που επικοινωνούσε με τους άλλους χώρους του σπιτιού και την αυλή, που βρισκόταν και τα λιανά κ η γαϊδάρα κ οι όρθες και τα ξύλα κι ο μαγαζές του σπιτιού μας.
Ήταν το βράδυ πέντε Δεκέμβρη του 1943, παραμονή του Άϊ Νικόλα, που το χωριό εορτάζει αυτό τον προστάτη του Άγιο.
Ήρθε κ η Μάνα
μου κ έκατσε κι αυτή στην μπάντα της
ανάμεσα σ’ εμένα και στον Κύρη μου.Κάτι κουβέντιασε με τον Αφέντη μου.
Και σαν ετέλεψεν η κουβέντα τους, η Μάνα μου γύρισε προς εμένα και με ρώτησε:
--- Έμαθές το;
--- Ναι. Της απάντησα με σιγουριά.
--- Πές μου το δυνατά να σ’ ακούσει κι ο Πατέρας σου.
Κόμπιασα. Το ν’ ακούσει κι ο Αφέντης μου ήταν ένας λόγος, που ισοδυναμούσε με κατακεφαλέ και ψυχοπλάκωμα. Βέβαια εγώ ήξερα καλά το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω» κ ήμουν σίγουρος πως δε θά ‘κανα λάθος. Όμως άλλο πράμα να το πω της Μάνας μου ή να το απαγγείλω στην Εκκλησία, κι άλλο να δώσω εξετάσεις στον Κύρη μου. Ξεροκατάπια μια δυο φορές, κ ύστερα πάνω που άνοιγα το στόμα μου άνοιξε ξαφνικά κι αναπάντεχα, με κάπως δυνατό χτύπο κ η πόρτα του σωχώρου!
Και να σου δυο γερμανούς στρατιώτες των ΝΑΖΙ μέσα στο δωμάτιο, με τ’ αυτόματα στα χέρια!!
Ο Πατέρας μου, όπως καθόταν, είχε αρπάξει σβέλτα το στελιάρι του μεγάλου μαναριού έτοιμος να σηκωθεί και ν’ αντιμετωπίσει τον απρόσκλητο επισκέπτη! Αυτό το μανάρι πάντα βρισκόταν ακουμπισμένο στο δίπλα τοίχο, κοντά στο κάθισμα του Πατέρα μου. Σαν είδε όμως τους δυο Ναζί, άφησε με την ίδια σβελτάδα το στελιάρι του μαναριού στη θέση του. Έστριψε την καρέκλα του δεξιά κ ήρθε καθιστός κατάφατσα μ’ αυτούς. Ακούμπησε στα γόνατα τα δυο του χέρια. Τους κοίταζε αγέλαστος ψύχραιμα, χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα του. Απέδειχνε, με τον τρόπο αυτό πως, δεν είχε επιθετική διάθεση απέναντί τους κι ας έβραζε από μέσα του.
Δυο αυτόματα ήταν απέναντί μας! Η Μάνα μου αναστατώθηκε! Ανασηκώθηκε για να σβήσει το λύχνο, αλλά παραπάτησε. Μπερδουκλώθηκε. Και σωριάστηκε πάλι στην καρέκλα της. Εξάλλου ήταν αργά πια. Οι Ναζί είδαν πως ο λύχνος άναβε. Κ εγώ απόμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα καταφοβισμένος!
Οι δε δυο ΝΑΖΙ, που αποτελούσαν τη νυχτερινή περίπολο, αφού έριξαν ερευνητική ματιά στο χώρο και στα πρόσωπα, προχώρησαν αμίλητοι. Άνοιξαν τη μεσόπορτα και προχώρησαν νοικοκυρικά, ώσπου φτάσανε στην εξώπορτα του σπιτιού. Την άνοιξαν. Βγήκαν στο δρόμο. Και κλείσανε με πάταγο την αυλόπορτα.
Και σαν ετέλεψεν η κουβέντα τους, η Μάνα μου γύρισε προς εμένα και με ρώτησε:
--- Έμαθές το;
--- Ναι. Της απάντησα με σιγουριά.
--- Πές μου το δυνατά να σ’ ακούσει κι ο Πατέρας σου.
Κόμπιασα. Το ν’ ακούσει κι ο Αφέντης μου ήταν ένας λόγος, που ισοδυναμούσε με κατακεφαλέ και ψυχοπλάκωμα. Βέβαια εγώ ήξερα καλά το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω» κ ήμουν σίγουρος πως δε θά ‘κανα λάθος. Όμως άλλο πράμα να το πω της Μάνας μου ή να το απαγγείλω στην Εκκλησία, κι άλλο να δώσω εξετάσεις στον Κύρη μου. Ξεροκατάπια μια δυο φορές, κ ύστερα πάνω που άνοιγα το στόμα μου άνοιξε ξαφνικά κι αναπάντεχα, με κάπως δυνατό χτύπο κ η πόρτα του σωχώρου!
Και να σου δυο γερμανούς στρατιώτες των ΝΑΖΙ μέσα στο δωμάτιο, με τ’ αυτόματα στα χέρια!!
Ο Πατέρας μου, όπως καθόταν, είχε αρπάξει σβέλτα το στελιάρι του μεγάλου μαναριού έτοιμος να σηκωθεί και ν’ αντιμετωπίσει τον απρόσκλητο επισκέπτη! Αυτό το μανάρι πάντα βρισκόταν ακουμπισμένο στο δίπλα τοίχο, κοντά στο κάθισμα του Πατέρα μου. Σαν είδε όμως τους δυο Ναζί, άφησε με την ίδια σβελτάδα το στελιάρι του μαναριού στη θέση του. Έστριψε την καρέκλα του δεξιά κ ήρθε καθιστός κατάφατσα μ’ αυτούς. Ακούμπησε στα γόνατα τα δυο του χέρια. Τους κοίταζε αγέλαστος ψύχραιμα, χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα του. Απέδειχνε, με τον τρόπο αυτό πως, δεν είχε επιθετική διάθεση απέναντί τους κι ας έβραζε από μέσα του.
Δυο αυτόματα ήταν απέναντί μας! Η Μάνα μου αναστατώθηκε! Ανασηκώθηκε για να σβήσει το λύχνο, αλλά παραπάτησε. Μπερδουκλώθηκε. Και σωριάστηκε πάλι στην καρέκλα της. Εξάλλου ήταν αργά πια. Οι Ναζί είδαν πως ο λύχνος άναβε. Κ εγώ απόμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα καταφοβισμένος!
Οι δε δυο ΝΑΖΙ, που αποτελούσαν τη νυχτερινή περίπολο, αφού έριξαν ερευνητική ματιά στο χώρο και στα πρόσωπα, προχώρησαν αμίλητοι. Άνοιξαν τη μεσόπορτα και προχώρησαν νοικοκυρικά, ώσπου φτάσανε στην εξώπορτα του σπιτιού. Την άνοιξαν. Βγήκαν στο δρόμο. Και κλείσανε με πάταγο την αυλόπορτα.
Πως γνωρίζανε τα
κατατόπια του σπιτιού μας και ξέρανε πως θα βγουν στο σοκάκι της «Κάτω Μερές»;
Ο Πατέρας μου στο μεταξύ, αφού έκαμε νόημα στη Μάνα μου να μη μιλήσει, αν κι αυτή είχε καταπιεί τη γλώσσα της, παρακολούθησε με το αυτί την πορεία, ως και την έξοδό τους. Μετά το χτύπημα της εξώπορτας, και παρά τις αντιρρήσεις της Μάνας μου, αυτός σηκώθηκε και πήγε ως εκεί κι ασφάλισε πάλι από μέσα την εξώπορτα, με τα δυο κοντομηριά, όπως έκανε κάθε βράδυ. Γύρισε πίσω και καθησύχαζε τη Μάνα μου, που δεν έκλαιγε, αλλά έκανε το Σταυρό της με γουρλωμένα μάτια. Καθησύχασε κ εμένα, μ’ ένα καλαμπούρι σχετικό με τους κατρουλάδες φοβιτσάρηδες. Βέβαια κείνο το βράδυ, ως γενναίος κατρουλάς, κοιμήθηκα στη μέση του διπλού κρεβατιού ανάμεσα στους δυο γονείς μου, για μεγαλύτερη ασφάλεια και περισσότερ’ ηρεμία. Με τον Πατέρα μου προς την έξω μεριά και τη Μάνα μου προς τον τοίχο. Έτσι μέρεψα…
Ο Πατέρας μου στο μεταξύ, αφού έκαμε νόημα στη Μάνα μου να μη μιλήσει, αν κι αυτή είχε καταπιεί τη γλώσσα της, παρακολούθησε με το αυτί την πορεία, ως και την έξοδό τους. Μετά το χτύπημα της εξώπορτας, και παρά τις αντιρρήσεις της Μάνας μου, αυτός σηκώθηκε και πήγε ως εκεί κι ασφάλισε πάλι από μέσα την εξώπορτα, με τα δυο κοντομηριά, όπως έκανε κάθε βράδυ. Γύρισε πίσω και καθησύχαζε τη Μάνα μου, που δεν έκλαιγε, αλλά έκανε το Σταυρό της με γουρλωμένα μάτια. Καθησύχασε κ εμένα, μ’ ένα καλαμπούρι σχετικό με τους κατρουλάδες φοβιτσάρηδες. Βέβαια κείνο το βράδυ, ως γενναίος κατρουλάς, κοιμήθηκα στη μέση του διπλού κρεβατιού ανάμεσα στους δυο γονείς μου, για μεγαλύτερη ασφάλεια και περισσότερ’ ηρεμία. Με τον Πατέρα μου προς την έξω μεριά και τη Μάνα μου προς τον τοίχο. Έτσι μέρεψα…
Το χωριό μας, η Πηγή, αποτελούσε την έδρα της φρουράς, υπεράσπισης και προσωπικού του βοηθητικού αεροδρομίου Πηγής. Οι στρατιωτικές μονάδες αυτές ήταν ισχυρές και καλά εξοπλισμένες. Για λόγους δικής τους ασφάλειας απαγορευόταν η κίνηση στους δρόμους του χωριού μια ώρα μετά τη δύση του
ήλιου καθώς κι «ο φωτισμός οικιών, καταστημάτων και δρόμων». Είχε επιβληθεί συσκοτισμός, για την αποφυγή εντοπισμού και βομβαρδισμού του οικισμού κατά τη νύχτα.
Έτσι, όπως κατά το παρόν έχει επιβληθεί δίμηνη συνεχής κατ’ οίκον κράτηση, πνευματικός και ψυχικός συσκοτισμός των κατοίκων μέσω τηλεοράσεων και Τύπου.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας μόνο οι ένοπλες περιπολίες του εχθρού κυκλοφορούσαν μέσα στον οικισμό, μ’ εντολή «να πυροβολούνται απροειδοποίητα όποιοι κυκλοφορούν».
Έτσι όπως και κατά το παρόν κυκλοφορούσαν περιπολίες της Ελληνικής Αστυνομίας, ώστε να κόψουν πρόστιμο στους παραβάτες. Όχι. Δεν είχαν διαταγή εχτέλεσης των παραβατών…
Η είσοδος-έξοδος στον και από το οικισμό επιτρεπόταν μόνο από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Ο οικισμός, ήταν περιφραγμένος, με παγιδευμένο αγκαθωτό συρματόπλεγμα διατομής Δ ναρκοθετημένο.
Κατά το παρόν έλεγχαν «ντρόουν» τις κεντρικές οδικές αρτηρίες. Συγκρίνετε τη γερμανοκατοχή, με την παγκόσια Εβραιοσιωνιστική λαίλαπα του παρόντος…
Τότε γκάριζε από ραδιοφώνου ο Γκέμπελ. Τώρα δίνει γραφτές εντολές και συστάσεις προς τους Έλληνες κατά παραγγελία ο Εβραίος Δόκτωρ Τσιόδρας από τις οθόνες των τηλεοράσεων. Τόσο Έλληνας αιστάνεται ο Πρωθυπουργός!!...
Οι δε άνδρες της φρουράς, υπεράσπισης και προσωπικού του αεροδρομίου στρατωνιζόταν στις στρατώνες, που οικοδόμησαν οι ΝΑΖΙ, με αγγαρείες, σε ανοιχτοχώραφο του Χατζομανόλη (Εμμαν. Χατζάκη) στη βορινή παρυφή του χωριού. Οι στρατώνες αυτοί σώζονται σε καλή κατάσταση ακόμη.
Όμως, ο Δήμαρχος και το Δημοτικό Συμβούλιο
κωφεύουν σε γραφτή πρότασή μου, για την απαλλοτρίωση, συντήρηση, διάσωση, αξιοποίηση, ανάδειξη και
προβολή, του μοναδικού στο Νομό, κ ίσως
και στην Κρήτη, ιστορικού μνημείου αυτού. Όχι
μόνο δεν έδωσαν απάντηση στη γραφτή εισήγησή μου, έστω από ευγένεια, αν
κ έχει περάσει τριετία από την υποβολή της,
δείχνοντας έτσι την περιφρόνησή τους προς τον ταπεινό άσημο δημότη και εισηγητή. Αλλά
ούτε και σε συζήτηση του Δημοτικού Συμβουλίου ήλθε το θέμα στις τόσες
συνεδριάσεις αυτού, που έχουν από τότε ως σήμερα διεξαχθεί. Με τον τρόπο αυτό δείχνουν ότι σέβονται και
τιμούν κι αναδείχνουν την Ιστορία του τόπου! Σέβονται κ
εχτιμούν τους Δημότες κατοίκους και μη Πηγής! Αλήθεια, η ευγένεια, η αγάπη κι ο σεβασμός στην Ιστορία
του τόπου, πού υπάρχει σ’ αυτούς, που καμαρώνουν κορδωτοί στις εξέδρες των
«Επισήμων» σε κάθε παρέλαση και που καταθέτουν στεφάνια στα μνημεία
των Ελλήνων Ηρώων; Αλήθεια κατά τις επετείους και τις παρελάσεις ποιοι
τιμούνται; Οι γενναίοι Ήρωες των Εθνικών Απελευθερωτικών Αγώνων ή οι κατά καιρούς
γενναίοι συνεργάτες των «συμμάχων»; Γνωρίζετε βέβαια πως, και η Τουρκία ανήκει
στο ΝΑΤΟ!...
Ποιος, ποια ή ποιοι σαμποτάρουν την ανάδειξη της Πηγής και της σύγχρονης Ιστορίας του Τόπου; Ποιος ή ποια απαγορεύει στο Δήμαρχο να ικανοποιήσει το πατριωτικό, δίκαιο, ηθικό, αίτημα Πηγιανών κι αυτός υπακούει και δε χαλά χατίρι;
Πότε ο Δήμος Ρεθύμνης θα πάψει ν’ αποτελεί εξάρτημα;…
Ποιος, ποια ή ποιοι σαμποτάρουν την ανάδειξη της Πηγής και της σύγχρονης Ιστορίας του Τόπου; Ποιος ή ποια απαγορεύει στο Δήμαρχο να ικανοποιήσει το πατριωτικό, δίκαιο, ηθικό, αίτημα Πηγιανών κι αυτός υπακούει και δε χαλά χατίρι;
Πότε ο Δήμος Ρεθύμνης θα πάψει ν’ αποτελεί εξάρτημα;…
20.5.2020 ellinikisalpigga
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου