Η
Γερμανοκατοχή είχε στερήσει από τους κατοίκους του χωριού μας ακόμη και τη
διασκέδαση. Ακόμη και τις εκδηλώσεις χαράς κατά τις εορτάσιμες ημέρες. Η κάθε
μας εκδήλωση μπορούσε να παραξηγηθεί. Οι Γερμανοί Φασίστες ζητούσαν αφορμές. Η
κυκλοφορία στο χωριό απαγορευόταν από τη δύση ως την ανατολή του ήλιου. Το
χωριό ήταν περιμετρικά συρματοπλεγμένο. Αποτελούσε …κλουβί. Το συρματόπλεγμα
ήταν αγκαθωτό, σε τομή πυραμοειδή και ναρκοθετημένο. Στις εισόδους – εξόδους
του χωριού τη μέρα φύλαγε σκοπός οπλισμένος με αυτόματο. Τη νύχτα τις έκλειναν
με κατασκευή μετακινούμενου αγκαθωτού συρματοπλέγματος τοποθετημένου σε ξύλινο
σκελετό κατά το πλάτος του δρόμου. Τον
ξύλινο σκελετό αποτελούσαν τέσσερα κομμάτια δίμετρες σανίδες (μαδέρια),
καρφωμένες ανά δυο σε σχήμα σταυρού. Οι δυο σταυροί συνδεόταν στο κέντρο τους με
ξύλινο άξονα, που είχε τόσο μάκρος, όσο το πλάτος του δρόμου που ήθελαν να
φράξουν. Τις αντικρινές άκριες των
πλευρών των σταυρών συνέδεαν με χοντρό
σύρμα. Έτσι σχημάτιζαν ένα ορθογώνιο
παραλληλεπίπεδο, τοποθετημένο με τις μεγάλες πλευρές του οριζόντια. Αυτές τις
οριζόντιες μεγάλες πλευρές του σχήματος περιτύλιγαν με αγκαθωτό συρματόπλεγμα
και σχημάτιζαν ένα οδόφραγμα. Αυτά τα
οδοφράγματα λέγαμε σβίγες, επειδή έδιδαν περίπου την εικόνα σβίγας πηγαδιού.
Κατά τις νύχτες απαγορευόταν η φωταγώγηση. Για να μη μένομε στο σκοτάδι κατά τις
βραδινές ώρες, ιδιαίτερα κείνες τις
παγερές νύχτες του χειμώνα, η Μάνα μου έφραζε με μαξιλάρες και μεγάλη επιμέλεια
τα τζαμιλίκια της εξώπορτας και των παραθυριών κ έπειτ’
άναβε το λύχνο.
Κι όλ’ αυτά συνέβαιναν στο
χωριό μας, γιατί στον Πηγιανό Κάμπο
υπήρχε και λειτουργούσε στρατιωτικό αεροδρόμιο,
και στο χωριό έμενε μόνιμα ισχυρή δύναμη ΝΑΖΙ.
Για την παραμικρή εκδήλωση,
έπρεπε να εκδώσεις άδεια. Αν όμως ζητούσες άδεια για κάποια εκδήλωση, θα ήσουν
πολύ τυχερός να μη κουβαληθεί ξαφνικά στην εκδήλωσ’ η νυχτερινή περίπολος των ΝΑΖΙ, με πρόσχημα την εχτέλεση
υπηρεσίας. Να κάτσει από «δική σου ευχαρίστηση» να περιδρομιάσει το
καταπέτασμα. Να χαλάσει το κέφι της παρέας. Να προκαλέσει την οργή των
καλεσμένων. Και να φύγει, αφού σου πρήξει τα «ούμπαλα», με γεμάτο στομάχι και τσέπες.
Κ η ιστορία δε σταματούσε με το φεύγα τους,
αλλά είχε και συνέχεια κατά τις επόμενες ημέρες. Πολύ πιθανό ήταν να ερωτηθείς
που βρήκες το καλό κρασί, τ’ αβγά, το κρέας, το τυρί, το ψωμί, ό,τι τέλος
πάντων είδαν επάνω στο τραπέζι και τους γυάλισε κι απ’ ό,τι περιδρόμιασαν. Και
βέβαια βρισκόσουν σε δύσκολη θέση ν’ απαντήσεις, γιατί από πείρα γνώριζες ότι
θα επισκεπτόταν το σπίτι ή το μαγαζί του προμηθευτή σου ή, αν ισχυριζόσουν ότι
αυτά ήταν δική σου παραγωγή, δεν θα σου έμενε ούτε για να φάνε τα παιδιά σου…
Παροιμιώδης είχε μείνει στο
χωριό μας ο διάλογος της γριάς «Κατεριάς, της γυναίκας του Μουρνιανού (Στελιανού Αγγελιδάκη
καταγόμενου από τη Μουρνέ Αγ. Βασιλείου, με τρεις ΝΑΖΙ Γερμανούς. Αυτοί πήγαν
σπίτι της κρατώντας μια πλεχτή νταμιτζάνα. Άνοιξαν νοικοκυρικά την αυλόπορτα
του σπιτιού, που δεν ήταν κλειδωμένη και βρήκαν την Κατεριά να κάθεται στη
σκάλα της αυλής:
- Vino, vino. Της είπε ο ένας.
Αυτή τους κοίταξε, αλλά δεν απάντησε.
- Vino, vino. Της επανάλαβε κι
ο άλλος και τις έδειξε τη νταμιτζάνα.
Τότε κατάλαβε η Κατεριά πως
ζητούσαν ή λάδι ή κρασί ή ρακή. Πήρε, λοιπόν, ύφος κακομοιριασμένο η Κατεριά
και τους απάντησε κλαουρίζοντας:
- Δεν έ(χ)ομε, παιδί μου!...
Αφού απαναλήφτηκε δυο – τρεις
φορές στερεότυπα ο διάλογος, οι τρεις Γερμανοί άρχισαν ν’ ανοίγουν μια – μια
τις πόρτες του κατωγιού, όπου ήταν οι αποθήκες του νοικοκυριού. Σε κάποι’ από
αυτές βρήκαν τα βαρέλια με το κρασί. Γέμισαν τη νταμιτζάνα. Την πήραν. Άφησαν
την κάνουλα του βαρελιού ανοιχτή και την Κατεριά σύξυλη, κ έφυγαν…
Η ιστορία έχει και συνέχεια,
που θα την αφήσω γι’ άλλη φορά.
Αυτό το προνόμιο είχαμε στο
χωριό μας. Γι’ αυτό τρία τόσα χρόνια και κάτι παραπάνω οι χωριανοί δε μπορέσαμε
να διασκεδάσομε και να χαρούμε, ούτε γάμο, ούτε βαφτίσια, ούτε πανηγύρι…
Και γι’ αυτό κάναμε …κατάχρηση
και δεν αφήναμε να χάσομ’ ευκαιρία που θα μας δινόταν, για να στήσομ’ ένα
γλέντι από το τίποτα κατά τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια. Τι κατάχρηση, δηλαδή!
Να. Με την ευκαιρία ενός γάμου. Μιας βάφτισης. Ενός πανηγυριού κατά τον
εορτασμό του προστάτη του χωριού μας Αγίου Νικολάου ή άλλου Αγίου προστάτη κάποιου
γειτονικού χωριού. Τα Λαμπρόσκολα. Τις Αποκριές. Τα ονομαστήρια των φίλων. Γενέθλια κείνα τα χρόνια εμείς δεν εορτάζαμε. Αυτά μας
τά ‘φεραν από τη Δύση της Ευρώπης οι Αντίχριστοι. Κ επειδή πιθηκίζομε άκριτα οι
πίθηκοι της Ανατολής τα δεχτήκαμε! Και μάλιστα με μορφή επιδειχτικής εμποροπανήγυρης! Έτσι όπως μετατρέψαμε και τα πανηγύρια κατά
τους Εορτασμούς Αγίων ημερών σε γύφτικα «γιουσουρούμ»!
Ακόμη κ η επιστροφή ενός ξενιτεμένου χωριανού μπορούσε να γίνει
πρόξενος ενός τρικούβερτου γλεντιού για χάρη του, «ότι απολωλός εί και
ανευρέθη»…
Αυτές οι περιπτώσεις ήταν που
μας επέτρεπαν να ξεδώσομε και μάλιστα κατά
τρόπο πολύ οικονομικό. Από σπίτι σε σπίτι. Μια ρακή. Δυο φιστίκια. Λίγα
στραγάλια. Άντε και κανένα κουραμπιέ ή μελομακάρονο. Και το γλέντι στηνόταν. Μετρημένες
ήταν οι φορές, που υπήρχε, πέραν από αυτά τα κεράσματα, και στρωμένο τραπέζι. Κι
ο λυρατζής κι ο λαουτιέρης δεν ήταν τότε πραματευτάδες της μουσικής. Ούτε
βγάζανε δίσκους, όπως κι αν το πάρετε. Έπαιζαν, για να διασκεδάσουν και να
ευχαριστήσουν την παρέα και κοντά σ’ αυτή και τους εαυτούς τους. Τίποτα παραπάνω…
Εμείς τα φιλαράκια από παιδιά,
κι αμούστακα παλληκαράκια υστερότερα, δε
μέναμε στην απέξω. Πιο μικροί κοντά στην παρέα των μεγάλων. Υστερότερα με ξεχωριστή δική μας συντροφιά όλο και κάτι σκαρώναμε…
Απόκριες - Καθαροδευτέρα 1949. Μαζωχτήκαμε τα
φιλαράκια. Μασκαρεμένοι και μη. Είμαι ο ντυμένος με «σαρβάρι» και με το κρασομπούκαλο στο χέρι
στην αριστερή γωνιά. Αριστερά μου ο μακαρίτης Βασίλης Εμμ. Φασουλάς
(21.6.1935-14.4.2007). Καλός φίλος. Δημοκρατικός πολίτης. Συνεταιρισμένος
αγρότης. Υπεύθυνος ένα φεγγάρι της λειτουργίας του Συν. Ελαιουργείου Πηγής. Δίπλα
του ο Μανόλης Κ. Χαμαράκης (2.2.1938- ), καθηγητής φιλόλογος και καλλικέλαδος
δεξιός ιεροψάλτης της Μητρόπολης του Ρεθέμνους για χρόνια. Παραδίπλα ο
μακαρίτης Ιορδάνης Ευαγ. Παπαδάκης (30.1.1938- ;) με θερινή στολή ναύτη. Αυτός
σπούδασε σε Πανεπιστήμιο των Η.Π.Α. προγραμματιστής κ.λπ. υπολογιστών.
Επέστρεψε στην Ελλάδα, που ήταν άγνωστη ακόμ’ η ειδικότητά του. Δεν έβρισκε
δουλειά και δε μπορούσε ν’ αξιοποιήσει τις γνώσεις του... Του μακαρίτη Κων.
Μυρ. Κουτσαλεδάκη (5.3.1936-2.9.2000), με χειμερινή στολή ναύτη, κρύβεται κάπως
από το κρασομπούκαλο το πρόσωπο. Καλός χασάπης στην Αρκαδίου. Αλλά έφυγε νωρίς
από μακρόχρονη επώδυνη αρρώστια… Ο κατοπινός σύντεκνός μου, μακαρίτης κι αυτός,
Κων. Καλλιγιάννης, από Μυλοπόταμο, που
εργαζόταν από μικρός στην Πηγή, είναι που φαίνεται να πίνει το κρασάκι του στη
δεξιά πλευρά της εικόνας. Αυτός ήταν από παιδί απορφανισμένος στα 1941 από τους
ΝΑΖΙ, που εχτέλεσαν τον πατέρα του. Ο Αντώνης Κων. Γεωργαλής, κάθεται μπροστά
και δεξιά. Με ύφος κάπελα γεμίζει τα
ποτήρια. Αυτός σταδιοδρόμησε στη
Χωροφυλακή. Μετατάχτηκε στην Ασφάλεια των Πρεσβειών μας κ υπηρέτησε σε
πρωτεύουσες αρκετών ξένων Κρατών. Αυτός κ εγώ εικονιζόμαστε με τα κρασομπούκαλα
στα χέρια, ως αρχιτρίκλινοι της παρέας. Στο βάθος διακρίνεται το κεφάλι του
Κων. Δημ. Χαμαράκη(1893- ;), που κάθεται και μας καμαρώνει. Πρόκειται για τον πατέρα
του Καθηγητή της παρέας μας Μανόλη και του αρχιμανδρίτη Διονύσιου Χαμαράκη. Ο
Κωστής είχε ακόμη άλλα δυο αγόρια το Γιώργη και το Νίκο…
Σαν ήμαστε παιδιά συμφωνούσαμε
και μασκαρευόμαστε κατά τις Απόκριες. Κ ήμαστε τότε στη ζωή καμιά δεκαπενταριά
σχεδόν συνομήλικοι. Συμφωνούσαμε να
κάμομε τη βόλτα μας στα σπίτια του χωριού κατά το έθιμο. Να μαζέψομε τις
μυζηθρόπιτες, τ’ αβγά κι ό,τι άλλο θα ‘ριχναν στο καλάθι μας οι καλές
νοικοκυράδες και να στήσομε το αποκράτικο «ζεύκι» μας όπου θα βρίσκαμε τη
«βολά» μας.
Σα «ντεληκαληδάκια», λοιπόν,
συμφωνήσαμε να μασκαρευτούμε και στα 1949!
Η Χρυσή, η γυναίκα του πρωτοξαδέρφου μου του Γαλανομανόλη, φιλοτιμήθηκε κι ανάλαβε να μου βρει στολή να
μασκαρευτώ. Πήρε την κρητική βράκα και το γελέκι του πατέρα της του Παλιερογιώργη. Πήρε και τα στιβάνια του
άντρα της. Είχε κ η Μάνα μου φυλαγμένα
το κεφαλομάντηλο, το κρητικό πλισεδιαστό ποκάμισο, που είχε πιέτες στο στήθος. Τη
μεταξωτή ζώνη και τους «λιμοκονδόρους» του Πατέρα μου. Βλέπετε, αυτά μόνο τα κομμάτια είχαν απομείνει από τη στολή του
Πατέρα μου. Το τσοχαδένιο σαλβάρι του το πούλησε το χειμώνα του 1943 σ’ ένα μαυραγορίτη για λίγες
οκάδες αλεύρι. Έτσι, για να μπορεί να ζυμώνει πότε – πότε η Μάνα μου λίγο ψωμί
και να με ξεγελά.
Εεε, για να μη ζηλεύω, σαν
έβλεπ’ άλλα παιδιά, που είχαν οι γονείς τους τον τρόπο τους να έχουν και ψωμί
στα σπίτια τους, να κρατούν ψωμί και να
τρώνε στο σκολειό κατά το διάλειμμα. Ο Πατέρας μου δεν έβαλε στο στόμα του ούτε
μια μπουκιά από το ψωμί αυτό, για να μείνει περισσότερο καιρό και να μην το
στερηθώ η αναξιότητά μου.
- Συγγνώμη γι’ αυτή μου την αναφορά…-
Στολίστηκα, το λοιπόν, και πήρα δρόμο να
συναντηθώ με τους άλλους.
Βρήκα το μακαρίτη πια Κωστή Μυρ. Κουτσαλεδάκη να φορεί τη χειμερινή ναυτική στολή του
κουνιάδου του Νίκου Εμμ. Ψαρουδάκη
(Παπουτσή). Ο Νίκος Ψαρουδάκης βρέθηκε να υπηρετεί στο «Πυρπολητής» κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Μετά την επίθεση των ΝΑΖΙ κατά της Ελλάδας, το «Πυρπολητής»(;) κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό και να συνεχίσει
τη δράση του ενταγμένο στο Συμμαχικό ναυτικό. Μαζί του ξενιτεύτηκε κι ο Νίκος κ
υπηρέτησε στο Συμμαχικό Στόλο της Μεσογείου. Απολύθηκε κ επέστρεψε στο χωριό
παρασημοφορημένος μετά την κατοχή. Στα 1949
έκαμε το γάμο του με τη Στέλα,
τη μεγάλη αδερφή του Κωστή. Κ η Στέλα προμήθεψε σ’ αυτόν τη χειμερινή και στο μακαρίτη πια Ιορδάνη Ευαγ. Παπαδάκη τη θερινή
ναυτική στολή του Νίκου.
Ο Αντώνης Κ. Γεωργαλής(20.11.1935- ) κι ο κατοπινός φουρνάρης Πηγής Γιάννης Οδ. Μαθιουδάκης(13.10.1936-
) ήρθαν με πλήρεις στολές χωροφυλακής.
Έτσι μασκαρεμένοι την Κυριακή των Απόκρεω
μετείχαμε στο πηγιανό σεμνό και ταπεινό αποκριάτικο γλέντι.
Την επόμενη Κυριακή, της Τυρινής, πήγαμε στο Παγκαλοχώρι
και πήραμε μέρος στο γλέντι, που είχε στηθεί στη μικρή πλατεία, που
σχηματίζει ένα δισταύρι του χωριού. Σ’ αυτό το γλέντι βρέθηκαν πολλοί Χωραϊτες
κι άλλοι Αστεριανοί, που ήταν δικολογιές του Κωστή από τη Μάνα του Ειρήνη, το γένος Εμμαν. Πολιουδάκη από το Αστέρι.
Ήθελαν να μας πάρουν ν’ αντιτήρομε και να συνεχίσομε το γλέντι στο χωριό τους. Αλλά προτιμήσαμε να πάμε για λίγο στο Αρσάνι. Θέλαμε να προσκυνήσομε και να
πούμε τα χρόνια πολλά στους Μοναχούς και μάλιστα στον Ηγούμενο Τίτο Παπαδάκη, που ήταν πηγιανός στην καταγωγή, εφημέριος
της ενορίας του Αγίου Νικολάου της Πηγής και πρωτοξάδελφος του Πατέρα μου. Ήταν κι όλας απομεσήμερο κ
υπολογίζαμε να γυρίσομε στο χωριό με την ώρα μας, για να μη λείψομε και χάσομε
κι από την εκδήλωση, που έλεγαν ότι θα γινόταν, αλλά δεν έγινε, και σ’ αυτό…
Την Καθαροδευτέρα την είχαμε κλείσει στη Λούτρα. Εκεί θ’ ανοίγανε τη σαρακοστή στην αυλή του σκολειού και θα μαζευόταν όλο το χωριό.
Θα στηνόταν τρικούβερτο γλέντι! Θα έπαιζε ο Τζυμπραγός, (Γιάννης
Ζυμβραγουδάκης), ονομαστός λουτριανός λυρατζής! Ήταν σώγαμπρος Λούτρας, προερχόμενος από Κουρνά Αποκορώνου και καταγόμενος από τα Ζυμπραγού Χανίων. Θα τον συνόδευε ο
επίσης ονομαστός λαουτιέρης Πηγής Λουκάς
Παχουντάκης. Αυτός μας είχε προσκαλέσει στο γλέντι.
Η
νεολαία του χωριού είχε την
ευθύνη της οργάνωσης. Κ η καλή καρδιά
των λουτριανών ήταν το κάτι άλλο. Αυτοί φρόντισαν για την πλήρη συμμετοχή και
το ανέβασμα στο «τσακίρ κέφι» των γλεντζέδων.
Η Νονά μου, η Βαγγελίτσα Ψαρρού, το
γένος Μουρτζανού, ήταν και τότε και για
πολλά χρόνια ακόμα η δασκάλα της Λούτρας.
Ήταν πάντα πρόθυμη και πρώτη στη διοργάνωση κοινωνικών εκδηλώσεων με τη συμμετοχή
και του Σκολειού και της μεγάλης Κοινωνίας του μικρού χωριού σ’ αυτές. Κι αυτή,
ο Θεός να την ελεήσει, ποτέ δεν παρέλειπε να προσκαλέσει σ’ αυτές και το
φιλιότσο της…
Και πήγαμε!
Περάσαμε μια πολύ όμορφη μέρα! Μείναμε ως αργά. Διασκεδάσαμε μ’ όλη μας την όρεξη και την καλή μας διάθεση, αγκαλιασμένοι
από τη ζεστή, φιλόξενη, φιλική και συγγενική κατά μεγάλο ποσοστό τότε προς εμένα Κοινωνία
της Λούτρας. Αξέχαστα χρόνια…
Καθαρή
Δευτέρα 1949. Στο σώχωρο του πατρικού μου σπιτιού. Έτοιμος για να πάω να
συναντήσω τα φιλαράκια και να πάμε παρέα σε αποκριάτικο γλέντι στη Λούτρα.
Γράφτηκε την Τσικνοπέμπτη, 12.2.2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου