Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

ΠΑΛΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ - ΣΤΟΝ ΑΪ ΑΝΤΩΝΗ ΣΤΟ "ΒΆΣΤΑ Κ ΕΛΑ"

Στα νότια/νοτιοδυτικά της Αγίας Τρίαδας,  οικισμού πια του Δήμου του Ρεθέμνους, δίπλ’ από το μικρό φαράγγι και σε μικρή απόσταση από τον οικισμό, βρίσκεται το ξωκλήσι του Αγίου  Αντωνίου του Μεγάλου.

 Ο Τόπος αποτελεί τώρα τμήμα του Βιομηχανικού Πάρκου του Ρεθέμνους «ΒΙΟ.ΠΑ.Ρ.

 Ο Ναϊσκος αυτός  αποτελούσε και συνεχίζει ν’ αποτελεί μετόχι του Μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου – Αρσάνι.

 Κατά την τάξη του Μοναστηριού, πάντοτε - καθώς και τώρα,  όπως με πληροφορεί ο Ηγούμενος πατέρας Εφραίμ, - η Αδελφότητά του τελεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας   δυο φορές το χρόνο σε όλους τους Ναούς, που ανήκουν στο Αρσάνι. Έτσι, κάθε χρόνο στις 17 Γενάρη και την Παρασκευή της Διακαινησίμου, - ημέρα εορτασμού της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής - κατά τη διάρκεια του Χριστός Ανέστη, λειτουργείται από αυτούς και το ξωκλήσι του Μεγάλου Αντωνίου, που φέρει την επωνυμία «Βάστα κ Έλα». Η επωνυμία ερμηνεύεται από το Λαό ως κάλεσμα μέθεξης στον εορτασμό, με σύσταση να κρατείς (βάστα) και το φαγητό σου, γιατί εκεί δεν υπήρχε τόπος και τρόπος να φιλοξενηθείς. Και τούτο, γιατί ο Τόπος ήταν χαλέπα.

 Οι Ιερομόναχοι του Αρσανίου ήταν κ Εφημέριοι σ’ ενορίες Χωριών του Κατωμεριού κι ανακοίνωναν τα παλιά χρόνια  στους ενορίτες τους και τους ενημέρωναν πρωτύτερα την ημέρα που θα πήγαιναν να λειτουργήσουν στον Άι Αντώνη το «Βάστα κ Έλα», γιατί γνώριζαν ότι πολλοί από τους ενορίτες τους είχαν σε μεγάλη ευλάβεια, σεβασμό  κ υπόληψη το Μεγάλο Ερημίτη και Θαυματουργό Άγιο Αντώνιο και μετείχαν με χαρά και λαχτάρα στις λειτουργίες αυτές.

 Έτσι σε κάθε λειτουργία συγκεντρωνόταν στο «Βάστα κ Έλα» πολύς Κόσμος από τ’ Αδελοπήγια (Κοινότητες: Άδελε-Αγίας Παρασκευής και Πηγής-Αγίου Δημητρίου) τα Βαλκάνια ή ΠαγκαλοΧαμαλευρΆστερα (Παγκαλοχώρι, Χαμαλεύρι, Αστέρι), και τους οικισμούς της Κοινότητας Μέσης: Λούτρα, Μέση, κι Αγία Τριάδα, στην κτηματική περιφέρεια της οποίας υπαγόταν η Περιοχή.  

Σαν ήταν ο καιρός καλός  πήγαιναν από τ’ Αδελοπήγια και την Αγιά Τριάδα γυναίκες στη Χάρη Του από ‘σπέρας.  Θύμιαζαν και καθάριζαν το Ναϊσκο. Γιατί θα πρέπει να σημειωθεί πως, ένας βοσκός, από τη μεγάλη του ευσέβεια,  έμπαζε τις παγερές νύχτες του χειμώνα τα πρόβατά του στο Ναϊσκο και, παρά τις συστάσεις των Ιερομονάχων κι αυτού του Ηγουμένου Αρσανίου, μετέβαλε σε στάνη το ξωκλήσι. Θυμούμαι μια χρονιά. Στα 1945 ή 1946 θα ‘τανε. Μικρός  ήμουν. Ακολούθησα τους Πατέρες καβάλα στην καπούλα της φοράδας του τότε Ηγουμένου Αρσανίου Τίτου Παπαδάκη. Ο Τίτος, ήταν πρωτοξάδερφος του Πατέρα μου,  εφημέριος τότε της Ενορίας Αγίου Νικολάου Πηγής, κ Ηγούμενος του Αρσανίου. Όταν φτάσαμε, κ ήταν πολύ πρωί και γεναριανό το κρύο, βρήκαμε να είναι στρωμένο  το πάτωμα του Ναϊσκου από  παχύ στρώμα βερβελίδας! Η κακοκαιρία της προηγούμενης ημέρας δεν είχ’ επιτρέψει σε γυναίκες να επισκεφτούν την παραμονή το εκκλησάκι. Οι Καλόγηροι λυπήθηκαν πολύ.  Έκοψαν από θάμνους και σχημάτισαν αυτοσχέδιες κουτσουροπαρασύρες, όπως λέγαμε τις σκούπες που χρησιμοποιούσαμε στο σκούπισμα στάβλων. Κι άρχισαν να καθαρίζουν το πάτωμα πριν βάλουν  «Ευλογητός».

 Ωστόσο έφτασαν κ οι πρώτες παρέες  «Αγιομνησάρων». Οι γυναίκες, καταλυπημένες από το αντίκρισμα της κατάστασης αυτής, ανασκουμπώθηκαν και μπήκαν αυτές στη μάχη…  

 

Όταν ο καιρός επέτρεπε, μετά τη λειτουργία και τα σχετικά με τη λατρεία, σχηματιζότανε παρέες από συγγενείς και φίλους.

 Παρέκει του Ναϊσκου, προς τα Β/ΒΔ του, βρισκόταν δυο αλώνια πέτρινα. Ακόμη κ οι τράληκες των αλωνιών (οι περίμετροι τους, δηλαδή) ήταν πέτρινοι καλοσιασμένοι. Σ’ αυτά τ’ αλώνια κατέληγαν οι παρέες των Αγιομνησάρων, με τις βούργιες τους γεμάτες καλολοείδια, και τις δυομισοκαδούσες και τις πεντακοσάρες μπουκάλες γεμάτες  με τα κρασιά. Καθόταν περιμετρικά κι άφηναν κενά τα κέντρα των αλωνιών. Οι γυναίκες έστρωναν στις πλακούρες των αλωνιών πετσέτες κι  απόθεταν απάνω τους τα σκεύη με τις λιχουδιές, που κάθε μια τους είχε προετοιμάσει για την περίσταση. Περίμεναν χαριτολογώντας. Διαμοίραζαν ευκές. Άνοιγαν ιστορίες. Τσάντιζαν η μια παρέα την άλλη. Αλλά δεν άπλωναν χέρι στα λαχταριστά φαγητά. Στις σκωταριές και στα τηγανητά κουνελάκια. Στους κεφτέδες, στα ψητά γαλάρνια. Στα βραστά χοιρινά και ζυγούρια. Στα καλλιτσούνια, στις χορτόπιτες και στα τυριά. Είχαν την υπομονή να περιμένουν, ώσπου να τελειώσουν το λειτούργημά τους και να φτάσουν στ’ αλώνια κ οι παπάδες. Με τον ερχομό τους σηκωνόταν όλοι. Ο τότε Γούμενος Τίτος Παπαδάκης, με τη συνοδεία του. Τους  Γαλλιανούς  Ιερομόναχους  Αθανάσιο Τσουπάκη και  Τιμόθεο Δασκαλάκη. Έψαλαν πρώτα το απολυτίκιο του Αγίου Αντωνίου ή το Χριστός Ανέστη, κατά περίπτωση. Ευλογούσαν την «βρώσιν και την πόσιν»  των δούλων του Θεού και το φαγοπότι ξεκινούσε πανηγυρικά…

    



Το καλό κρασί κ η καλή παρέα, γρήγορα προκαλούσε την ευθυμία. Κι όταν ο κόσμος έφτανε στο «τσακίρ» κέφι, τ’ αλώνια μετατρέπονταν σε πίστες. Σα δεν είχαμε στη διάθεσή μας «ζωντανή» μουσική, συμβιβαζόμαστε με μουσική «κονσέρβα», που μετέδιδαν τα μηχανικά μέσα, που έφεραν μαζί  τους τα μερακλωμένα νιάτα του Άι Δημήτρη.  Τα τραγούδια της τάβλας και τις μαντινάδες διαδέχονταν κρητικοί χοροί κι αυτούς τα ευρωπαϊκά. 

Το απομεσήμερο μας προειδοποίησε ο καιρός πως ήταν ώρα να σκολάσομε το γλέντι και ν’ αναμαζωχτούμε στα σπίτια μας. Κάποια συννεφάκια, που παρουσιάστηκαν στο βάθος του ορίζοντα κ ένα ελαφρό βοριαδάκι που έφτασε ως εμάς, αποτέλεσαν κακούς οιωνούς. Οι παρέες, η μια μετά την άλλη,  ετοιμαζόταν. Η αποχώρηση  άρχισε σταδιακά με πολλές  ευχές και με μεγάλη λύπηση…           



Όμως η ψιλή φωτιά δεν έδειχνε να νοιάζεται για την αλλαγή του καιρού. Με δυσκολία ξεκόλλησαν από τις «πίστες», που τις εγκατέλειψαν μόνο σαν έπαψαν τα όργανα. Μα πάλι δεν το ‘βαζαν κάτω. Ο Διονυσιασμός που κατείχε τους γλεντζέδες αποφάσισε και τους ώθησε να περάσουν από την Αγιά Τριάδα στη Μέση. Από ‘κεί στη Λούτρα και να καταλήξουν Πηγή – Άι Δημήτρη.  

 

Ανεβήκαμε, το λοιπόν, στα …ΙΧ μας και πήραμε το δρόμο. Μαντινάδες, γιούχα, σφυρίγματα, χαμός…

Κείνο τον καιρό διατηρούσε καφενείο στη Λούτρα ο Βαβαδοδημήτρης. Το μαγαζί ήταν στο πόριασμα της Σαλιτζάδας και κατείχε περίπου τα 2/3 του χώρου της σημερινής πλατείας. Ήταν υπερυψωμένο από το δρόμο τρία ως τέσσερα σκαλοπάτια κι άφηνε προς αυτό μικρό ταρατσάκι.  Δυο τρεις από την παρέα θέλανε καλά και σώνει να μπουν στο καφενείο και να κεραστούν καβαλάρηδες! Όμως τα ΙΧ τους είχαν αντίθετη γνώμη. Όσο κι αν τα ζόριζαν, αυτά δεν ήταν μεθυσμένα και δεν υπάκουαν. Ένα μουλάρι έδειξε το φιλότιμό του κ έκαμε το χατίρι του αφεντικού του! Ανέβηκε με άτσαλο κ επιθετικό τρόπο στο ταρατσάκι και προκάλεσε τρόμο στους λίγους θαμώνες του καφενέ, που χώθηκαν  τρεχάτοι μέσα στο μαγαζί!

Ο καβαλάρης σήκωσε τα χέρια του ψηλά κ έμοιαζε να χάνει την ισορροπία του με το σαλτάρισμα του μουλαριού! Δεν έπεσε όμως! Στράφηκε κατά την πόρτα του μαγαζιού, που ωστόσο είχε φτάσει σ’ αυτή ο καφετζής και φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη:

- Καλώς σασε βρήκαμε!...

- Καλώς ωρίσετε! Και πάντα με το καλό! Πέζεψε. Πεζέψετε να σασε κεράσω!...

 Ο πάντα γελαστός, περιποιητικός, καλόκαρδος κ ευδιάθετος  Βαβαδοδημήτρης, έδειξε την πάντοτε καλοσυνάτη κ ευγενική, άδολη και πηγαία  Λουτριανή συμπεριφορά. Δεν του   κακοφάνηκε το φέρεσθαι του καβαλάρη. Αντιμετώπισε ψύχραιμα και καλότροπα την περίπτωση. Και, βέβαια, δεν του είχε διαφύγει πως, μια καρέκλα, που βρέθηκε κοντά στην εμπασιά,  πετάχτηκε από το μουλάρι κι αναποδογύρισ’ ένα  τσίγκινο τραπεζάκι. Τα σερβίτσια, που βρέθηκαν πάνω σ’ αυτό, σκόρπισαν με πάταγο και θρυμματίστηκαν στο τσιμέντο!...  

-Πεζέψετε, πεζέψετε! Επανέλαβε ο καφετζής κι αποσύρθηκε στο μαγαζί.

 Μα, που να πεζέψομε;!...

 

Η χλαλοή μάζωξε  κ έστησε στο πόδι το χωριό. Φίλοι και Δικοί. Καλωσορίκια κι αγκαλιές. Κι άρχισε το βάλε – φέρε…

- Κέρασέ τους κι από μένα!...

- Κι από μένα μια!...

- Κι από μέν’ άλλη μια!...

Ο δίσκος με τις ρακές έκαμε πεντέξι  γύρους. Κ επειδή δεν έπιναν ρακές οι κοπελιές σε κάθε κέρασμ’ ακολουθούσε και δεύτερος δίσκος με λουκούμια κ …υποβρύχια (γλυκό κουταλιού βανίλια, μέσα σε ποτήρι με νερό). Και ναι μεν έγινε πεισματική απόπειρα να φάει και το μουλάρι υποβρύχιο, αλλά του κάκου. Έφαγε όμως λουκούμι κι όπως αυτό, το ίδιο και καν’ ένα  δυο  γαϊδουράκια. Έφαγαν κ έγλυψαν και τα χείλια τους…

- Θηλυκά ‘ναι, μπρε, κι αυτά κι αγαπούν τα λουκούμια!...  

   

Όμως ο ήλιος είχε γύρει για τα καλά και τα σύννεφα βάρυναν και πύκνωσαν. Περιθώρια πολλά δεν έμεναν. Και καλή του χάρη, που κράτησε στεγνή ολόκληρη τη μέρα!...

Το κατέβασμα του μουλαριού από το ταρατσάκι στάθηκε προβληματικό. Μόλις που χώρεσε αυτό το …ΙΧ να πάρει στροφή και να ‘ρθει μούρη προς τα σκαλοπάτια χωρίς να τρακάρει. Βοήθησε κι ο καφετζής, που άδειασε το ταρατσάκι. Βοήθησαν και τρεις τέσσερις χωριανοί, που έπεισαν τον καβαλάρη να πεζέψει, ώστε να κατεβεί ξεφόρτωτο  το μουλάρι και ν’ αποφευχτεί έτσι σοβαρός τραυματισμός. Ο Θεός να τους το πλερώσει, γιατί διαφορετικά το ατύχημα ήταν αναπόφευχτο!...

Ο δρόμος μπροστά στο καφενείο δεν είχε πλάτος πάνω από τα τρία μέτρα. Αν το κατέβασμα του μουλαριού γινόταν με τρόπο απότομο και με τον καβαλάρη στην πλάτη του, ήταν σχεδόν αναπόφευχτο το χτύπημά τους στον απέναντι τοίχο…

 

Με τη βοήθεια του Θεού και του Αγίου Αντωνίου, όχι μόνο αποφεύχτηκε  το κακό, αλλά προλάβαμε και φτάσαμε στα χωριά μας στεγνοί.

Δόξα να ‘χ’ η Χάρη και το Έλεός Τους

                                            Γράφτηκε στις 12.1.2014.

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου